3,273,762
edits
(44) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άτη, -ον, Α<br />(επίθ. υπερθ. βαθμού)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο πιο [[γενναίος]] ή αυτός που κατέχει την πιο υψηλή [[θέση]] σε μια ιεραρχική [[τάξη]] (α. «χερσί τε βίῃφί τε φέρτατοι [[ἦσαν]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ὁ δ' ὄλβῳ [[φέρτατος]] ἵκετ' ἐς ἐκείνου γενεάν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) ο πιο [[καλός]], [[άριστος]] («[[μακάριος]], ὅς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήϊ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κακῶν φέρτατον» — [[μεταξύ]] δύο αρνητικών καταστάσεων καλύτερη [[είναι]] η λιγότερο δυσάρεστη (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[φέρτερος]]]. | |mltxt=-άτη, -ον, Α<br />(επίθ. υπερθ. βαθμού)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο πιο [[γενναίος]] ή αυτός που κατέχει την πιο υψηλή [[θέση]] σε μια ιεραρχική [[τάξη]] (α. «χερσί τε βίῃφί τε φέρτατοι [[ἦσαν]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ὁ δ' ὄλβῳ [[φέρτατος]] ἵκετ' ἐς ἐκείνου γενεάν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) ο πιο [[καλός]], [[άριστος]] («[[μακάριος]], ὅς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήϊ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κακῶν φέρτατον» — [[μεταξύ]] δύο αρνητικών καταστάσεων καλύτερη [[είναι]] η λιγότερο δυσάρεστη (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[φέρτερος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φέρτᾰτος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> γενναιότατος, [[άριστος]], σε Όμηρ.· λέγεται για πράγματα, <i>κακῶν φέρτατον</i>, το καλύτερο, δηλ. το μικρότερο [[κακό]] από [[δύο]] [[κακά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> στον τύπο [[φέριστος]], στο ίδ.· συνηθέστερα στην κλητ. <i>φέριστε</i>, στο ίδ., Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> συγκρ. [[φέρτερος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, γενναιότερος, [[καλύτερος]], σε Όμηρ.· <i>πολὺ φέρτερόν ἐστι</i>, είναι [[πολύ]] καλύτερο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τέττιγος φέρτερον ᾄδεις</i>, ως επίρρ., σε Θεόκρ. (Ο θετ. βρίσκεται στο <i>προ-φερής</i>· πιθ. η [[ρίζα]] είναι <i>φέρ-εσθαι</i>, έτσι ώστε η πρώτη [[σημασία]] πιθ. θα ήταν, ο γρήγορος στη [[δράση]], [[ρωμαλέος]]). | |||
}} | }} |