Anonymous

φέρτατος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φέρτᾰτος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> γενναιότατος, [[άριστος]], σε Όμηρ.· λέγεται για πράγματα, <i>κακῶν φέρτατον</i>, το καλύτερο, δηλ. το μικρότερο [[κακό]] από [[δύο]] [[κακά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> στον τύπο [[φέριστος]], στο ίδ.· συνηθέστερα στην κλητ. <i>φέριστε</i>, στο ίδ., Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> συγκρ. [[φέρτερος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, γενναιότερος, [[καλύτερος]], σε Όμηρ.· <i>πολὺ φέρτερόν ἐστι</i>, είναι [[πολύ]] καλύτερο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τέττιγος φέρτερον ᾄδεις</i>, ως επίρρ., σε Θεόκρ. (Ο θετ. βρίσκεται στο <i>προ-φερής</i>· πιθ. η [[ρίζα]] είναι <i>φέρ-εσθαι</i>, έτσι ώστε η πρώτη [[σημασία]] πιθ. θα ήταν, ο γρήγορος στη [[δράση]], [[ρωμαλέος]]).
|lsmtext='''φέρτᾰτος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> γενναιότατος, [[άριστος]], σε Όμηρ.· λέγεται για πράγματα, <i>κακῶν φέρτατον</i>, το καλύτερο, δηλ. το μικρότερο [[κακό]] από [[δύο]] [[κακά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> στον τύπο [[φέριστος]], στο ίδ.· συνηθέστερα στην κλητ. <i>φέριστε</i>, στο ίδ., Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> συγκρ. [[φέρτερος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, γενναιότερος, [[καλύτερος]], σε Όμηρ.· <i>πολὺ φέρτερόν ἐστι</i>, είναι [[πολύ]] καλύτερο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τέττιγος φέρτερον ᾄδεις</i>, ως επίρρ., σε Θεόκρ. (Ο θετ. βρίσκεται στο <i>προ-φερής</i>· πιθ. η [[ρίζα]] είναι <i>φέρ-εσθαι</i>, έτσι ώστε η πρώτη [[σημασία]] πιθ. θα ήταν, ο γρήγορος στη [[δράση]], [[ρωμαλέος]]).
}}
{{elru
|elrutext='''φέρτᾰτος:''' [[φέρω]] - superl. без posit.] превосходнейший, лучший (λόγοι Pind.; χερσίν τε βίῃφί τε φέρτατοι Hom.): κακῶν δέ κε φέρτατον εἴη Hom. из (всех) зол (это) было бы, ведь, наименьшее.
}}
}}