φιλότιμος: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλότιμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[φιλότιμο]]·|| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει έντονο το [[συναίσθημα]] της φιλοτιμίας, της [[τιμής]], της αξιοπρέπειας<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να διακριθεί σε [[κάτι]] («[[είναι]] [[φιλότιμος]] και προσπαθεί»)<br /><b>3.</b> (για αισθήματα ή εκδηλώσεις) αυτός που δείχνει, που εκφράζει [[φιλοτιμία]] («φιλότιμη [[προσπάθεια]]»)<br /><b>4.</b> [[γενναιόψυχος]], [[γενναιόδωρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με αρνητική σημ.) [[φιλόδοξος]]<br /><b>2.</b> [[φιλοχρήματος]]<br /><b>3.</b> [[φιλόνικος]]<br /><b>4.</b> [[σπάταλος]], [[άσωτος]]<br /><b>5.</b> [[πολύτιμος]], [[σεβαστός]]<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φιλότιμος]]<br />[[επώνυμο]] ή [[τίτλος]] αρχόντων στην Μικρά Ασία<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[φιλότιμος]] ἐπί τινι» — αυτός που επιθυμεί να διακρίνεται σε [[κάτι]] (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοτίμως]] ΝΑ, και <i>φιλότιμα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο [[φιλότιμο]], με [[φιλοτιμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀξιό</i>-<i>τιμος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλότιμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[φιλότιμο]]·|| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει έντονο το [[συναίσθημα]] της φιλοτιμίας, της [[τιμής]], της αξιοπρέπειας<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να διακριθεί σε [[κάτι]] («[[είναι]] [[φιλότιμος]] και προσπαθεί»)<br /><b>3.</b> (για αισθήματα ή εκδηλώσεις) αυτός που δείχνει, που εκφράζει [[φιλοτιμία]] («φιλότιμη [[προσπάθεια]]»)<br /><b>4.</b> [[γενναιόψυχος]], [[γενναιόδωρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με αρνητική σημ.) [[φιλόδοξος]]<br /><b>2.</b> [[φιλοχρήματος]]<br /><b>3.</b> [[φιλόνικος]]<br /><b>4.</b> [[σπάταλος]], [[άσωτος]]<br /><b>5.</b> [[πολύτιμος]], [[σεβαστός]]<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φιλότιμος]]<br />[[επώνυμο]] ή [[τίτλος]] αρχόντων στην Μικρά Ασία<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[φιλότιμος]] ἐπί τινι» — αυτός που επιθυμεί να διακρίνεται σε [[κάτι]] (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοτίμως]] ΝΑ, και <i>φιλότιμα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο [[φιλότιμο]], με [[φιλοτιμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀξιό</i>-<i>τιμος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλότῑμος:''' -ον ([[τιμή]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που αγαπά την [[τιμή]], αυτός που διψάει για [[τιμή]], [[φιλόδοξος]], [[ζηλότυπος]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· με θετική [[σημασία]], σε Ξεν., Ισοκρ.· με αφηρ. ονόματα (με τις [[δύο]] σημασίες), <i>εὐχά</i>, σε Αισχύλ. [[ἦθος]], σε Ευρ.· <i>σοφίαι</i>, σε Αριστοφ.· [[φιλότιμος]] [[ἐπί]] τινι, [[πρόθυμος]] να τιμάται (να δέχεται τιμές) για κάποιο [[πράγμα]], αυτός που επιθυμεί να διακρίνεται σε [[κάτι]]...· <i>ἐπὶ σοφίᾳ</i>, <i>ἐπ' ἀρετῇ</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[φιλοδόξως]] [[άσωτος]], [[σπάταλος]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με Παθ. [[σημασία]] = [[πολυτίμητος]], [[σεβαστός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, [[φιλοδόξως]], με [[ζηλοτυπία]], [[φιλοτίμως]] ἔχειν, [[αγωνίζομαι]] με [[ζηλοτυπία]], σε Πλάτ.· [[φιλοδόξως]] ἔχειν [[πρός]] τι, [[αγωνίζομαι]], [[διαθέτω]] τον εαυτό μου με ζήλο [[απέναντι]] σε κάποιο [[πράγμα]], σε Ξεν.
}}
}}