3,274,873
edits
(45) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α [[φιλότιμος]]<br />[[μεγαλοψυχία]], [[γενναιοδωρία]], [[απλοχεριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έντονη [[συναίσθηση]] της προσωπικής [[τιμής]] και αξιοπρέπειας, [[ευθιξία]], [[φιλότιμο]] («του έθιξε την [[φιλοτιμία]] του»)<br /><b>2.</b> [[προθυμία]] στην [[εκτέλεση]] εντολής ή καθήκοντος («εργάζεται με [[φιλοτιμία]]»)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[αίσθημα]] ή [[εκδήλωση]] χαρακτηριστική φιλότιμου ανθρώπου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κάνω]] την [[ανάγκη]] [[φιλοτιμία]]» — [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] που [[κάνω]] από [[ανάγκη]] ως οικειοθελή [[πράξη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> τιμητική [[θέση]], [[αξίωμα]] («οἱ μετασχόντες στρατείας ἢ ἀξίας ἢ συνηγορίας ἢ δημοσίας φιλοτιμίας», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>2.</b> διακριτικό [[σημάδι]] («εἰ μὴ ἐφόρει [[χλαμύδα]] ἔχουσαν φιλοτιμίαν βασιλικῆς ἐσθῆτος», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με θετ. και αρνητική σημ.) [[φιλοδοξία]] («[[οὔτε]] εὐφωνίᾳ τοσοῡτον διαφέρουσιν Ἀθηναῑοι τῶν ἄλλων, [[οὔτε]] σωμάτων μεγέθει καὶ [[ῥώμη]], ὅσον φιλοτιμίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[αντικείμενο]] φιλοδοξίας («οὐ τετυχηκότα τῆς φιλοτιμίας», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που γίνεται για την [[απόδοση]] [[τιμής]]<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) τιμητική [[διάκριση]]<br /><b>5.</b> [[άμιλλα]]<br /><b>6.</b> [[επιμονή]], [[ισχυρογνωμοσύνη]]<br /><b>7.</b> [[επίδειξη]] («[[φιλοτιμία]] πλούτου», Λυσ.)<br /><b>8.</b> [[φιλονικία]]<br /><b>9.</b> [[ασωτία]], [[σπατάλη]] («μηδεμιᾱς φιλοτιμίας μήτ' ἰδίας [[μήτε]] δημοσίας ἀπολείπεσθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> (σε [[λογοπαίγνιο]]) η [[διαγωγή]], η [[συμπεριφορά]] κάποιου που ονομαζόταν Φιλότιμος<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ φιλοτιμίαι</i><br />α) ζηλοτυπίες, αντιζηλίες<br />β) φατριαστικά αισθήματα<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «[[φιλοτιμία]] πρὸς τινα» — φιλόδοξη [[άμιλλα]] [[προς]] κάποιον» <b>(Ισοκρ.)</b>. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α [[φιλότιμος]]<br />[[μεγαλοψυχία]], [[γενναιοδωρία]], [[απλοχεριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έντονη [[συναίσθηση]] της προσωπικής [[τιμής]] και αξιοπρέπειας, [[ευθιξία]], [[φιλότιμο]] («του έθιξε την [[φιλοτιμία]] του»)<br /><b>2.</b> [[προθυμία]] στην [[εκτέλεση]] εντολής ή καθήκοντος («εργάζεται με [[φιλοτιμία]]»)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[αίσθημα]] ή [[εκδήλωση]] χαρακτηριστική φιλότιμου ανθρώπου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κάνω]] την [[ανάγκη]] [[φιλοτιμία]]» — [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] που [[κάνω]] από [[ανάγκη]] ως οικειοθελή [[πράξη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> τιμητική [[θέση]], [[αξίωμα]] («οἱ μετασχόντες στρατείας ἢ ἀξίας ἢ συνηγορίας ἢ δημοσίας φιλοτιμίας», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>2.</b> διακριτικό [[σημάδι]] («εἰ μὴ ἐφόρει [[χλαμύδα]] ἔχουσαν φιλοτιμίαν βασιλικῆς ἐσθῆτος», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με θετ. και αρνητική σημ.) [[φιλοδοξία]] («[[οὔτε]] εὐφωνίᾳ τοσοῡτον διαφέρουσιν Ἀθηναῑοι τῶν ἄλλων, [[οὔτε]] σωμάτων μεγέθει καὶ [[ῥώμη]], ὅσον φιλοτιμίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[αντικείμενο]] φιλοδοξίας («οὐ τετυχηκότα τῆς φιλοτιμίας», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που γίνεται για την [[απόδοση]] [[τιμής]]<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) τιμητική [[διάκριση]]<br /><b>5.</b> [[άμιλλα]]<br /><b>6.</b> [[επιμονή]], [[ισχυρογνωμοσύνη]]<br /><b>7.</b> [[επίδειξη]] («[[φιλοτιμία]] πλούτου», Λυσ.)<br /><b>8.</b> [[φιλονικία]]<br /><b>9.</b> [[ασωτία]], [[σπατάλη]] («μηδεμιᾱς φιλοτιμίας μήτ' ἰδίας [[μήτε]] δημοσίας ἀπολείπεσθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> (σε [[λογοπαίγνιο]]) η [[διαγωγή]], η [[συμπεριφορά]] κάποιου που ονομαζόταν Φιλότιμος<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ φιλοτιμίαι</i><br />α) ζηλοτυπίες, αντιζηλίες<br />β) φατριαστικά αισθήματα<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «[[φιλοτιμία]] πρὸς τινα» — φιλόδοξη [[άμιλλα]] [[προς]] κάποιον» <b>(Ισοκρ.)</b>. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλοτῑμία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> το χαρακτηριστικό του <i>φιλότιμου</i>, [[αγάπη]] για τις τιμές, [[φιλοδοξία]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με θετική [[σημασία]], σε Ξεν., Ισοκρ.· με γεν. πράγμ., [[φιλοτιμία]] τινός, φιλόδοξη [[επιθυμία]] κάποιου πράγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.· [[φιλοτιμία]] [[πρός]] τινα, [[άμιλλα]] προς κάποιον, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> φιλόδοξη [[επιμονή]], [[ισχυρογνωμοσύνη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> φιλόδοξη [[επίδειξη]], [[γενναιοδωρία]], [[ασωτία]], σε Δημ., Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> το επιδιωκόμενο [[αντικείμενο]], [[τιμή]], [[διάκριση]], [[υπόληψη]], σε Δημ. | |||
}} | }} |