φιλοτιμία

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτῑμία Medium diacritics: φιλοτιμία Low diacritics: φιλοτιμία Capitals: ΦΙΛΟΤΙΜΙΑ
Transliteration A: philotimía Transliteration B: philotimia Transliteration C: filotimia Beta Code: filotimi/a

English (LSJ)

Ion. φιλοτιμίη, ἡ,
A love of honour or love of distinction, ambition, freq. in bad sense in early writers, Pi.Fr.210, E.IA527, Ar.Th.383, Arist.EN1125b22; κακίστη δαιμόνων Φ. E.Ph. 532; ἄκαιρος Isoc.Ep.2.9; πλεονεξία καὶ φιλοτιμία Th.3.82; with φιλονικία, Pl.Lg.860e; also in good sense, Isoc.5.110, X.Mem.3.3.13, Hier.7.3, Pl.R. 553c: the object is added in gen., φιλοτιμία τῶν καλῶν ib.555a, cf. X.Cyr.8.1.35; also φ. ἐπὶ τοῖς καλοῖς Pl.Smp. 178d; ὑπὲρ τῶν ὅλων, περί τι, Plb.1.52.4, 5.71.6; πρὸς τὰ καλά Id.6.55.4, cf. Pl.Lg.834b; but φιλοτιμία πρός τινα ambitious rivalry with him, ἡ πρὸς ἀλλήλους φιλοτιμία καὶ στάσις Plb.4.87.7 (but αἱ πρὸς σφᾶς αὐτοὺς φ. is f.l. for φιλονικίαι (ap.Stob.) in Isoc.3.18); φ. ἐμβάλλειν τινί, ὅπως.. X.Cyr.8.1.39: freq. with Preps., διὰ φιλοτιμίαν Pl.R. 586c, Isoc.5.86, etc.; φιλοτιμίας ἕνεκα Lys.19.56; ὑπὸ φιλοτιμίας Pl.Phdr.257c, etc.; simply φιλοτιμίᾳ D.2.18; φ. τινὶ καὶ φιλονεικίᾳ Plu.2.856a: pl., φιλοτιμίαι = jealousies, rivalries, κατ' ἰδίας φ. Th.8.89; φιλονικίαι καὶ φιλοτιμίαι Pl.R. 548c, etc.; αἱ φιλοτιμίαι τῶν συγγραφέων party-feelings, Plb.3.21.10.
2 conceited obstinacy, ἡ φιλοτιμία κτῆμα σκαιόν Hdt.3.53; ὑπὸ φιλοτιμίας, ἣν ὀνομάζουσιν οἱ νῦν Ἕλληνες κενοδοξίαν Gal.6.415.
3 ambitious display, ostentation, πλούτου Lys.33.2: but freq.
4 lavish outlay for public purposes, munificence, ἡ πρὸς ὑμᾶς φιλοτιμία Aeschin.3.19, cf. POxy. 1153.16 (i A. D.), Dacia 1.273 (Tomi), BCH51.99 (Panamara), etc.: pl., occasions for munificence, Plu.Nic.3.
II the object coveted, honour, distinction, credit, ἔστιν τὸ γράμμα ἐκείνῳ μὲν φ. πρὸς ὑμᾶς D.20.69; φιλοτιμίαν παρέχειν τινί X.Hier.1.27; ἐκείνῳ ἔχει φ. is to his credit, D.2.3; ψευδῆ φιλοτιμίαν κτᾶται Aeschin.3.45; ἑνὶ τὴν φ. συνεχώρησεν Plu. Phoc.20; both in sg. and pl., ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας or τῶν φιλοτιμιῶν, D.24.210, 19.223, cf. 24.91 (pl.); στέφανος φιλοτιμίας διὰ βίου, as an honour, Rev.Arch.22(1925).62 (Callatis); φιλοτιμίας χρυσίον charitable fund, ib.34(1931).347 (Stobi).
III punningly, the conduct of one Philotimus, Cic.Att.6.9.2, 7.1.1.

German (Pape)

[Seite 1287] ἡ, das Wesen, die Sinnesart des φιλότιμος, Ehrliebe, Ehrgeiz, Wetteifer, alle daraus entspringenden Eigenschaften, Neigungen, Leidenschaften, eifrige und angestrengte Bemühung, auch Prunksucht, Prahlerei; rühmlich, φιλοτιμίαν ἔχει αὐτῷ, es ist für ihn rühmlich, Dem. 2, 3; der δόξα entsprechend, 16, ἡ ἀπὸ τούτων φιλοτιμία, der Ruhm davon, 2, 16; auch Freigebigkeit, τὰς πατρῴας οὐσίας εἰς τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀνήλωκε φιλοτιμίαν Aesch. 3, 19, vgl. Dem. 20, 82; Plut. oft; – getadelt, Her. 3, 53; τί τῆς κακίστης δαιμόνων ἐφίεσαι, φιλοτιμίας Eur. Phoen. 535; φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται I. A. 527; Ar. Th 383 Plut. 192; Plat. oft, ἐπὶ τοῖς καλοῖς Conv. 178 d; φιλοτιμία καὶ ἐπιθυμία τοῦ λαμβάνειν Xen. Cyr. 8, 1,35; Pol. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. amour de l'honneur, ambition, recherche des honneurs ; adv. • φιλοτιμίαν XÉN, • φιλοτιμίᾳ DÉM par ambition ; φιλοτιμίαν φιλοτιμεῖσθαι LUC avoir de l'ambition ; au pl. αἱ φιλοτιμίαι agissements ou desseins ambitieux;
II. 1 rivalité, jalousie : φιλοτιμία πρός τινα rivalité à l'égard de qqn;
2 libéralité née de l'ambition, prodigalité par ambition;
3 sujet d'ambition ou motif d'ambition, point d'honneur ; φιλοτιμίαν ἔχειν τινί DÉM apporter de l'honneur à qqn ; φιλοτιμίαν παραχωρεῖν τινι PLUT céder à qqn l'honneur de qch;
III. par jeu de mots conduite digne d'un Philotimos.
Étymologie: φιλότιμος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτῑμία:
1 честолюбие, гордость Her.: φ. τινός и ἐπί τινι Plat., ὑπέρ τινος, περί и πρός τι Polyb. честолюбивое рвение к чему-л.; τὴν φιλοτιμίαν φιλοτιμεῖσθαι πρός τι Luc. с честолюбивым рвением заниматься чем-л.; διὰ φιλοτιμίαν и ὑπὸ φιλοτιμίας Plat., φιλοτιμίας ἕνεκεν Lys. или φιλοτιμίᾳ Dem. из (оскорбленного) самолюбия, из честолюбия или из тщеславия; δοῦλοι φιλοτιμιῶν τινων μωρῶν Xen. рабы каких-то глупых амбиций;
2 соревнование, соперничество (φιλονεικίαι καὶ φιλοτιμίαι Plat.; φθόνος καὶ φ. Isocr., Plut.): αἱ φιλοτιμίαι τῶν συγγραφέων Polyb. соперничество между писателями; φ. πλούτου Lys. соревнование в богатстве;
3 честолюбивая расточительность Dem.: φιλοτιμίας τὸν δῆμον ἀναλαμβάνειν Plut. щедротами привлекать к себе народ; τὰς οὐσίας εἰς τὴν πρός τινα φιλοτιμίαν ἀναλίσκειν Aeschin. растрачивать имущество на щедрые подачки кому-л.;
4 честь, почет (φιλοτιμίαν κτᾶσθαι Aeschin.): ἔχειν φιλοτιμίαν τινί Dem. служить к чести кому-л.; ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας и τῶν φιλοτιμιῶν Dem. лишаться чести (почестей).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτῑμία: Ἰωνικ. ίη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ φιλοτίμου, ἔνθερμος ἀγάπη τιμῆς ἢ δόξης, φιλοδοξία, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Πινδ. Ἀποσπ. 229, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 527, Ἀριστοφ. Θεσμ. 383, Θουκ. κλπ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4· κακίστη δαιμόνων φιλοτ. Εὐρ. Φοίν. 532· ἄκαιρος Ἰσοκρ. 408C· συνημμένον τῷ πλεονεξία, Θουκ. 3. 82· τῷ φιλονεικία, Πλάτ. Νόμ. 860Ε, Πολ. 548C· ― ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 99C., 104C, Ξεν. Ἀπομν. 3.3, 13, Ἱέρων 7. 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 553C· ― τὸ ἀντικείμενον τίθεται κατὰ γενικήν, φ. τινός, φιλόδοξος ἐπιθυμία πράγματός τινος, αὐτόθι 555Α, Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 1, 35· ὡσαύτως, φ. ἐπὶ τινι Πλάτ. Συμπ. 178D· ὑπέρ τινος, περί τι Πολύβ. 1. 52. 4., 5. 71, 6· πρός τι ὁ αὐτ. 6. 55, 4, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 834Β· ἀλλά, φ. πρός τινα, φιλόδοξος ἅμμιλα πρός τινα, Ἰσοκρ. 30C, Πολύβ., κλπ.· ― ἐντεῦθεν ἀπολ., φιλόδοξος ἅμιλλα, ζηλότυπος ἐπιθυμία, φ. ἐμβάλλειν τινί, ὅπως... Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 39· ― συχνάκ. μετὰ προθέσεων ἐν ἐπιρρηματικῇ σημασίᾳ, διὰ φιλοτιμίαν Πλάτ. Πολ. 586C, Ἰσοκρ. 99C, κλπ.· φιλοτιμίας ἕνεκα Λυσίας 157. 8· ὑπὸ φιλοτιμίας Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 257C, κλπ.· ἢ ἁπλῶς φιλοτιμίᾳ, Δημ. 23. 9, Πλάτ., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., ζηλοτυπίαι, ἀντιζηλίαι, Πλάτ. Πολ. 548C, κλπ.· αἱ φ. τῶν συγγραφέων, φατριαστικὰ αἰσθήματα, Πολύβ. 3. 21, 10· ― παρὰ μεταγεν., οἷον παρὰ Πλουτ., κατήντησε σχεδὸν συνών. τῷ φιλονεικία· ἐνταῦθα δυνάμεθα νὰ σημειώσωμεν ἰδιαιτέρας τινὰς χρήσεις: 2) φιλόδοξος ἐπιμονή, ἰσχυρογνωμοσύνη, κτῆμα σκαιὸν ἡ φιλ. Ἡρόδ. 3. 5, 3. 3) φιλόδοξος ἐπίδειξις, πλούτου Λυσίας 911 Reisk.· ― ἐντεῦθεν, δαψιλὴς δαπάνη, ἀσωτία, Δημ. 312, 26, Πλουτ. Νικ. 3· φ. πρός τινα, ἄφθονος χρηματικὴ δαπάνη, Αἰσχίν. 56. 27· καὶ ἐπὶ καλῆς σημασίας, μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία, ἐλευθεριότης, Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ. τὸ ἐπιδιωκόμενον πρᾶγμα, τιμή, διάκρισις, ὑπόληψις, ἐκείνῳ μὲν φ. πρὸς ὑμᾶς Δημ. 477 ἐν τέλ., πρβλ. 410. 21· φ. παρέχειν τινὶ Ξεν. Ἱέρων 1. 27, πρβλ. Δημ. 18. 22· κτᾶσθαι Αἰσχίν. 60. 4· ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας ἢ τῶν -ιῶν Δημ. 765. 14., 410. 24, πρβλ. 729. 15. ΙΙΙ. ὡς λογοπαίγνιον, ἢ διαγωγή τινος καλουμένου Φιλοτίμου, Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 11, πρβλ. 6. 9, 2.

English (Slater)

φῐλοτῑμία ambition ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (sc. χαλεπώτατοί εἰσι: at iudice Wil. haec non sunt ipsa verba Pindari) fr. 210.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α φιλότιμος
μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, απλοχεριά
νεοελλ.
1. έντονη συναίσθηση της προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ευθιξία, φιλότιμο («του έθιξε την φιλοτιμία του»)
2. προθυμία στην εκτέλεση εντολής ή καθήκοντος («εργάζεται με φιλοτιμία»)
3. συνεκδ. αίσθημα ή εκδήλωση χαρακτηριστική φιλότιμου ανθρώπου
4. φρ. «κάνω την ανάγκη φιλοτιμία» — παρουσιάζω κάτι που κάνω από ανάγκη ως οικειοθελή πράξη
μσν.
1. τιμητική θέση, αξίωμα («οἱ μετασχόντες στρατείας ἢ ἀξίας ἢ συνηγορίας ἢ δημοσίας φιλοτιμίας», Φώτ.)
2. διακριτικό σημάδι («εἰ μὴ ἐφόρει χλαμύδα ἔχουσαν φιλοτιμίαν βασιλικῆς ἐσθῆτος», Μαλάλ. Ι.)
αρχ.
1. (με θετ. και αρνητική σημ.) φιλοδοξίαοὔτε εὐφωνίᾳ τοσοῦτον διαφέρουσιν Ἀθηναῖοι τῶν ἄλλων, οὔτε σωμάτων μεγέθει καὶ ῥώμη, ὅσον φιλοτιμίᾳ», Ξεν.)
2. συνεκδ. αντικείμενο φιλοδοξίας («οὐ τετυχηκότα τῆς φιλοτιμίας», Κύριλλ.)
3. καθετί που γίνεται για την απόδοση τιμής
4. (κατ' επέκτ.) τιμητική διάκριση
5. άμιλλα
6. επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη
7. επίδειξηφιλοτιμία πλούτου», Λυσ.)
8. φιλονικία
9. ασωτία, σπατάλη («μηδεμιᾱς φιλοτιμίας μήτ' ἰδίας μήτε δημοσίας ἀπολείπεσθαι», Δημοσθ.)
10. (σε λογοπαίγνιο) η διαγωγή, η συμπεριφορά κάποιου που ονομαζόταν Φιλότιμος
11. στον πληθ. αἱ φιλοτιμίαι
α) ζηλοτυπίες, αντιζηλίες
β) φατριαστικά αισθήματα
12. φρ. «φιλοτιμία πρὸς τινα» — φιλόδοξη άμιλλα προς κάποιον» (Ισοκρ.).

Greek Monotonic

φῐλοτῑμία: Ιων. -ίη, ,
I. 1. το χαρακτηριστικό του φιλότιμου, αγάπη για τις τιμές, φιλοδοξία, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με θετική σημασία, σε Ξεν., Ισοκρ.· με γεν. πράγμ., φιλοτιμία τινός, φιλόδοξη επιθυμία κάποιου πράγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.· φιλοτιμία πρός τινα, άμιλλα προς κάποιον, σε Ισοκρ.
2. φιλόδοξη επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη, σε Ηρόδ.
3. φιλόδοξη επίδειξη, γενναιοδωρία, ασωτία, σε Δημ., Αισχίν.
II. το επιδιωκόμενο αντικείμενο, τιμή, διάκριση, υπόληψη, σε Δημ.

Middle Liddell

φῐλοτῑμία, ἡ, φιλότιμος
I. the character of the φιλότιμος, love of distinction, ambition, Eur., Thuc., etc.;—in good sense, Xen.: c. gen. objecti, φ. τινός emulous desire for a thing, Plat., etc.; φ. πρός τινα ambitious rivalry with him, Isocr.
2. ambitious pertinacity, obstinacy, Hdt.
3. ambitious display, prodigality, Dem., Aeschin.
II. the object coveted, honour, distinction, credit, Dem.

Wikipedia EN

Philotimo (also spelled filotimo; Greek: φιλότιμο) is a Greek noun translating to "love of honor". However, philotimo is almost impossible to translate sufficiently as it describes a complex array of virtues.

The word is used in early writings, sometimes in a bad sense; Plato's Republic uses philotimon (φιλότιμον) ironically: "covetous of honor"; other writers use philotimeomai (φιλοτιμέομαι) in the sense of "lavish upon". However, later uses develop the word in its more noble senses. By the beginning of the Christian era, the word was firmly a positive and its use in the Bible probably cemented its use in modern Greek culture.

The word philotimon is used extensively in Hellenistic period literature.

he word appears three times in the text of letters written by the Apostle Paul. Paul was a fluent Greek speaker and, by his writing, shows he was well educated in Hellene literature. His letters were originally written in Greek and therefore the choice of the word was deliberate and the sophisticated choice of an educated man.

It is a difficult word to translate into English and is rendered variously depending on the Bible translation. Valid alternatives include; ambition, endeavour earnestly, aspire, being zealous, strive eagerly, desire very strongly or study. In each case Paul is conveying a desire to do a good thing and his choice of word gives this honourable pursuit extra emphasis.

In Romans 15:20 he makes it his philotimo (he uses the verb φιλοτιμέομαι, to preach the good news of the Gospel to people who haven't heard it.

In 2nd Corinthians 5:9, he uses it to describe his "labour" in the sense of his life's work and strivings.

In 1st Thessalonians 4:11 he uses it to describe the sort of ambition believers should have to conduct their lives with philotimo: - a life above reproach, well regarded by their community for their kindness.

Philotimo is considered to be the highest of all Greek virtues, the standards for family and social living; the core concept is that of respect and walking in right paths. In its simplest form, the term means "doing good", actions that ensure that one's behavior be exemplary and demonstrate one's personality and the manner in which one was raised. Philotimo to a Greek is essentially a way of life.

Children are said to display philotimo when they display unconditional love and respect towards their parents, grandparents and friends, even through small actions such as expressions of gratitude for small gifts or random acts of kindness. It extends to include appreciation and admiration for heritage and ancestors. The concept was used to embody the assistance rendered to Allied soldiers on Crete after the Axis invasion of the island; locals felt driven by philotimo to hide Australians and Britons despite the death penalty for sheltering soldiers.