ψῆφος: Difference between revisions

3,893 bytes added ,  31 December 2018
6
(47c)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ψῆφος]], ΝΜΑ, και [[ψήφος]], ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α<br />καθένα από τα λίθινα [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] ή μολύβδινα [[κατά]] τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική [[κάλπη]] οι μετέχοντες σε [[ψηφοφορία]] (α. «πήρε [[πέντε]] χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν [[ψήφων]] ὁ [[ἀριθμὸς]] ἐξ ἴσου γενόμενος τὸν φεύγοντα μᾱλλον ὠφέλησεν ἢ τὸν διώκοντα», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[άλλο]] [[μέσο]] που χρησιμοποιείται [[σήμερα]] σε [[ψηφοφορία]], όπως [[είναι]] το [[ψηφοδέλτιο]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[μέσο]] με το οποίο εκφράζεται η [[βούληση]] ορισμένου υποκειμένου σε [[σχέση]] [[προς]] ένα συγκεκριμένο [[θέμα]] ή [[ερώτημα]] ή [[υπέρ]] κάποιου προσώπου<br /><b>3.</b> η [[έκφραση]] γνώμης, [[ιδίως]] ευνοϊκής, με τον τρόπο αυτό, [[υπερψήφιση]], [[επιδοκιμασία]], [[έγκριση]] («η [[κυβέρνηση]] έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή»)<br /><b>4.</b> το [[δικαίωμα]] του να ψηφίζει [[κανείς]] («άργησε να δοθεί [[ψήφος]] στις γυναίκες»)<br /><b>5.</b> το εκλογικό [[σύστημα]] («αναλογική [[ψήφος]]»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «συμβουλευτική [[ψήφος]]» — <b>βλ.</b> [[συμβουλευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[πέτρα]] που έχει γίνει στρογγυλή και [[λεία]] από την μακροχρόνια [[τριβή]], [[βότσαλο]], [[χοχλάδι]]<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[πετράδι]] («δακτυλικὴν ψῆφόν τις ἔχων περὶ δάκτυλα χειρῶν», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αριθμός]] («ἄρτιον... ψᾱφον», Επίχ.)<br /><b>4.</b> [[λιθαράκι]] που το χρησιμοποιούσαν στο [[παιχνίδι]] τών πεσσών<br /><b>5.</b> [[χαλίκι]] ή [[κλήρος]] με τον οποίο γινόταν η [[ψηφομαντεία]] («ἡ διὰ [[ψήφων]] [[μαντική]]», <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ψηφοφορία]] («οἷς ἂν πλείστη γένηται [[ψῆφος]]», Πλατ.)<br /><b>7.</b> ο [[τόπος]] όπου διεξάγεται [[ψηφοφορία]]<br /><b>8.</b> [[κάθε]] [[απόφαση]] ή [[δόγμα]] άρχοντα ή μονάρχη («ψῆφον τυράννων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> (γενικά) [[ικανότητα]] κρίσεως<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[επιρροή]]<br /><b>11.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ ψῆφοι</i><br />λιθαράκια με την [[βοήθεια]] τών οποίων αριθμούσαν ή έκαναν υπολογισμούς<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ψήφοις [[λογίζομαι]]»<br />i) [[αριθμώ]] με την [[βοήθεια]] λιθαριών (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ii) [[υπολογίζω]] ακριβώς (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «καθαραὶ ψῆφοι» — ακριβείς λογαριασμοί (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «[[ψῆφος]] ἄμμου» — [[κόκκος]] άμμου (ΠΔ)<br />δ) «ψήφῳ διαιρῶ» — [[ορίζω]] με ψήφους (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) «τὰς ψήφους διανέμομαι» — [[αριθμώ]], [[λογαριάζω]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) «ὑπὸ μιᾱς ψήφου» — ομόφωνα (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ζ) «ψήφους [[τίθημι]]» — [[υπολογίζω]] με ψηφίδες (<b>Δημοσθ.</b>)<br />η) «τὴν ψῆφον [[ἐπάγω]]» — [[προτείνω]] [[ψηφοφορία]] (<b>Θουκ.</b>)<br />θ) «λιθίνη [[ψῆφος]]» — [[ψήφισμα]] γραμμένο σε λίθινη [[πλάκα]]<br />ι) «βροτῶν [[ψῆφος]]» — η [[κοινή]] [[γνώμη]] (<b>Κρατίν.</b>)<br />ια) «[[ψῆφος]] Ἀθηνᾱς»<br />(πιθ. σε [[περίπτωση]] ισοψηφίας) αθωωτική [[ψήφος]] <b>(Φιλόστρ.)</b><br />ιβ) «Κόννου [[ψῆφος]]» — [[γνώμη]] ανάξια λόγου (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ψῆ</i>-<i>φ</i>-<i>ος</i> ανάγεται πιθανότατα στη [[ρίζα]] του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>, με [[δασεία]] [[παρέκταση]] -<i>φ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψάμμος]]). Προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά ο [[φωνηεντισμός]] του δωρ. τ. [[ψᾶφος]] και του επιθ. <i>ψᾰφαρός</i>, ο [[οποίος]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], οφείλεται σε Ελληνική [[καινοτομία]], όπως και οι φωνηεντισμοί -<i>ι</i>-, -<i>αι</i>-, -<i>αυ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψάμμος]], <i>ψίω</i>, [[ψαύω]]) της ίδιας οικογένειας (<b>βλ. λ.</b> <i>ψήω</i>). Η [[σύνδεση]] του τ. [[ψῆφος]] με το χεττιτ. <i>paššila</i>- «[[χαλίκι]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Αρχική σημ. της λ. [[ψῆφος]] [[είναι]] «μικρή [[πέτρα]], στρογγυλή και [[λεία]] από μακροχρόνια [[τριβή]]», από όπου «[[χαλίκι]] με το οποίο γινόταν η [[ψηφοφορία]]», «[[ψηφοφορία]]» και, κατ' [[επέκταση]], «[[ικανότητα]] κρίσεως, [[έκφραση]] γνώμης μέσω ψηφοφορίας». Στη Νέα Ελληνική η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[κάθε]] [[μέσο]] με το οποίο διεξάγεται η [[ψηφοφορία]], όπως το [[ψηφοδέλτιο]], και γενικά το εκλογικό [[σύστημα]]. Τη λ. [[ψῆφος]], [[τέλος]], στον πληθ. <i>ψῆφοι</i> χρησιμοποιούσαν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «λιθαράκια, χαλίκια με την [[βοήθεια]] τών οποίων αριθμούσαν ή λογάριαζαν», από όπου «[[αριθμός]]» και το νεοελλ. [[ψηφίο]] «καθένα από τα στοιχεία αραβικού αριθμού, [[σημείο]] που παριστάνει αριθμό».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ψηφίδα]], [[ψηφίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψηφάς]], [[ψηφίδιον]], [[ψηφικός]], [[ψήφινος]], <i>ψηφοῦμαι</i>, [[ψήφων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ψηφίζομαι</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ψηφεῖον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψηφίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ψηφοθέτης]], [[ψηφοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψηφοδέτης]], [[ψηφοειδής]], [[ψηφοθήκη]], [[ψηφοκλέπτης]], [[ψηφολόγος]], [[ψηφομαντεία]], [[ψηφοπαίκτης]], [[ψηφοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ψηφοβόλον]], [[ψηφοτερπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψηφοδέλτιο]], [[ψηφοδόχος]], [[ψηφοθήρας]], [[ψηφολέκτης]]. (Β' συνθετικό) [[άψηφος]], [[ισόψηφος]], [[ομόψηφος]], [[πολύψηφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίψηφος]], <i>απόψηφος</i>, [[έμψηφος]], [[λεπτόψηφος]], [[μονόψηφος]], [[νεόψηφος]], [[περίψηφος]], [[σύμψηφος]], [[υπόψηφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δίψηφος</i>].
|mltxt=η / [[ψῆφος]], ΝΜΑ, και [[ψήφος]], ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α<br />καθένα από τα λίθινα [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] ή μολύβδινα [[κατά]] τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική [[κάλπη]] οι μετέχοντες σε [[ψηφοφορία]] (α. «πήρε [[πέντε]] χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν [[ψήφων]] ὁ [[ἀριθμὸς]] ἐξ ἴσου γενόμενος τὸν φεύγοντα μᾱλλον ὠφέλησεν ἢ τὸν διώκοντα», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[άλλο]] [[μέσο]] που χρησιμοποιείται [[σήμερα]] σε [[ψηφοφορία]], όπως [[είναι]] το [[ψηφοδέλτιο]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[μέσο]] με το οποίο εκφράζεται η [[βούληση]] ορισμένου υποκειμένου σε [[σχέση]] [[προς]] ένα συγκεκριμένο [[θέμα]] ή [[ερώτημα]] ή [[υπέρ]] κάποιου προσώπου<br /><b>3.</b> η [[έκφραση]] γνώμης, [[ιδίως]] ευνοϊκής, με τον τρόπο αυτό, [[υπερψήφιση]], [[επιδοκιμασία]], [[έγκριση]] («η [[κυβέρνηση]] έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή»)<br /><b>4.</b> το [[δικαίωμα]] του να ψηφίζει [[κανείς]] («άργησε να δοθεί [[ψήφος]] στις γυναίκες»)<br /><b>5.</b> το εκλογικό [[σύστημα]] («αναλογική [[ψήφος]]»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «συμβουλευτική [[ψήφος]]» — <b>βλ.</b> [[συμβουλευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[πέτρα]] που έχει γίνει στρογγυλή και [[λεία]] από την μακροχρόνια [[τριβή]], [[βότσαλο]], [[χοχλάδι]]<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[πετράδι]] («δακτυλικὴν ψῆφόν τις ἔχων περὶ δάκτυλα χειρῶν», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αριθμός]] («ἄρτιον... ψᾱφον», Επίχ.)<br /><b>4.</b> [[λιθαράκι]] που το χρησιμοποιούσαν στο [[παιχνίδι]] τών πεσσών<br /><b>5.</b> [[χαλίκι]] ή [[κλήρος]] με τον οποίο γινόταν η [[ψηφομαντεία]] («ἡ διὰ [[ψήφων]] [[μαντική]]», <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ψηφοφορία]] («οἷς ἂν πλείστη γένηται [[ψῆφος]]», Πλατ.)<br /><b>7.</b> ο [[τόπος]] όπου διεξάγεται [[ψηφοφορία]]<br /><b>8.</b> [[κάθε]] [[απόφαση]] ή [[δόγμα]] άρχοντα ή μονάρχη («ψῆφον τυράννων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> (γενικά) [[ικανότητα]] κρίσεως<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[επιρροή]]<br /><b>11.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ ψῆφοι</i><br />λιθαράκια με την [[βοήθεια]] τών οποίων αριθμούσαν ή έκαναν υπολογισμούς<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ψήφοις [[λογίζομαι]]»<br />i) [[αριθμώ]] με την [[βοήθεια]] λιθαριών (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ii) [[υπολογίζω]] ακριβώς (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «καθαραὶ ψῆφοι» — ακριβείς λογαριασμοί (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «[[ψῆφος]] ἄμμου» — [[κόκκος]] άμμου (ΠΔ)<br />δ) «ψήφῳ διαιρῶ» — [[ορίζω]] με ψήφους (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) «τὰς ψήφους διανέμομαι» — [[αριθμώ]], [[λογαριάζω]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) «ὑπὸ μιᾱς ψήφου» — ομόφωνα (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ζ) «ψήφους [[τίθημι]]» — [[υπολογίζω]] με ψηφίδες (<b>Δημοσθ.</b>)<br />η) «τὴν ψῆφον [[ἐπάγω]]» — [[προτείνω]] [[ψηφοφορία]] (<b>Θουκ.</b>)<br />θ) «λιθίνη [[ψῆφος]]» — [[ψήφισμα]] γραμμένο σε λίθινη [[πλάκα]]<br />ι) «βροτῶν [[ψῆφος]]» — η [[κοινή]] [[γνώμη]] (<b>Κρατίν.</b>)<br />ια) «[[ψῆφος]] Ἀθηνᾱς»<br />(πιθ. σε [[περίπτωση]] ισοψηφίας) αθωωτική [[ψήφος]] <b>(Φιλόστρ.)</b><br />ιβ) «Κόννου [[ψῆφος]]» — [[γνώμη]] ανάξια λόγου (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ψῆ</i>-<i>φ</i>-<i>ος</i> ανάγεται πιθανότατα στη [[ρίζα]] του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>, με [[δασεία]] [[παρέκταση]] -<i>φ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψάμμος]]). Προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά ο [[φωνηεντισμός]] του δωρ. τ. [[ψᾶφος]] και του επιθ. <i>ψᾰφαρός</i>, ο [[οποίος]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], οφείλεται σε Ελληνική [[καινοτομία]], όπως και οι φωνηεντισμοί -<i>ι</i>-, -<i>αι</i>-, -<i>αυ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψάμμος]], <i>ψίω</i>, [[ψαύω]]) της ίδιας οικογένειας (<b>βλ. λ.</b> <i>ψήω</i>). Η [[σύνδεση]] του τ. [[ψῆφος]] με το χεττιτ. <i>paššila</i>- «[[χαλίκι]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Αρχική σημ. της λ. [[ψῆφος]] [[είναι]] «μικρή [[πέτρα]], στρογγυλή και [[λεία]] από μακροχρόνια [[τριβή]]», από όπου «[[χαλίκι]] με το οποίο γινόταν η [[ψηφοφορία]]», «[[ψηφοφορία]]» και, κατ' [[επέκταση]], «[[ικανότητα]] κρίσεως, [[έκφραση]] γνώμης μέσω ψηφοφορίας». Στη Νέα Ελληνική η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[κάθε]] [[μέσο]] με το οποίο διεξάγεται η [[ψηφοφορία]], όπως το [[ψηφοδέλτιο]], και γενικά το εκλογικό [[σύστημα]]. Τη λ. [[ψῆφος]], [[τέλος]], στον πληθ. <i>ψῆφοι</i> χρησιμοποιούσαν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «λιθαράκια, χαλίκια με την [[βοήθεια]] τών οποίων αριθμούσαν ή λογάριαζαν», από όπου «[[αριθμός]]» και το νεοελλ. [[ψηφίο]] «καθένα από τα στοιχεία αραβικού αριθμού, [[σημείο]] που παριστάνει αριθμό».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ψηφίδα]], [[ψηφίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψηφάς]], [[ψηφίδιον]], [[ψηφικός]], [[ψήφινος]], <i>ψηφοῦμαι</i>, [[ψήφων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ψηφίζομαι</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ψηφεῖον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψηφίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ψηφοθέτης]], [[ψηφοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψηφοδέτης]], [[ψηφοειδής]], [[ψηφοθήκη]], [[ψηφοκλέπτης]], [[ψηφολόγος]], [[ψηφομαντεία]], [[ψηφοπαίκτης]], [[ψηφοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ψηφοβόλον]], [[ψηφοτερπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψηφοδέλτιο]], [[ψηφοδόχος]], [[ψηφοθήρας]], [[ψηφολέκτης]]. (Β' συνθετικό) [[άψηφος]], [[ισόψηφος]], [[ομόψηφος]], [[πολύψηφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίψηφος]], <i>απόψηφος</i>, [[έμψηφος]], [[λεπτόψηφος]], [[μονόψηφος]], [[νεόψηφος]], [[περίψηφος]], [[σύμψηφος]], [[υπόψηφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δίψηφος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψῆφος:''' Δωρ. [[ψᾶφος]], ἡ ([[ψάω]])·<br /><b class="num">I.</b> μικρή [[πέτρα]], [[πετραδάκι]] λείο και στρογγυλό, όπως αυτά που βρίσκονται στις κοίτες των ποταμών ή στην [[ακτή]] της θάλασσας, [[χαλίκι]], [[βότσαλο]], Λατ. [[calculus]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πετραδάκι]] που το χρησιμοποιούσαν για την [[αρίθμηση]], [[μετρητής]], <i>ψήφοις λογίζεσθαι</i>, [[υπολογίζω]] χρησιμοποιώντας πετραδάκια, σε Ηρόδ.· [[υπολογίζω]] τέλεια ή με [[ακρίβεια]], σε Αριστοφ.· <i>ἐν ψήφῳ λέγειν</i>, σε Αισχύλ.· στον πληθ., υπολογισμοί, λογαριασμοί, <i>καθαραὶ ψῆφοι</i>, [[εκεί]] όπου υπάρχει [[ακριβής]] [[εξίσωση]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[πετραδάκι]] που το χρησιμοποιούσαν στο [[παιχνίδι]] των πεσσών, σε Πλάτ. <b>3. α)</b> [[πετραδάκι]] που το χρησιμοποιούσαν για [[ψηφοφορία]], το οποίο το έριχναν μέσα στην [[κάλπη]] ([[ὑδρία]]), σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ψῆφον φέρειν</i>, [[δίδω]] την ψήφο μου σε κάποιον, Λατ. [[suffragium]] ferre, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ψῆφοντίθεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· <i>ψήφῳ κρίνειν</i>, <i>διακρίνειν</i>, [[αποφασίζω]] με ψήφο, σε Θουκ. κ.λπ.· με περιληπτική [[σημασία]], [[ψῆφος]] γίγνεται [[περί]] τινος, γίνεται [[ψηφοφορία]] για [[κάτι]], σε Αντιφ.· <i>ἡ σώζουσα</i>, ἡ καθαιροῦσα [[ψῆφος]], [[ψήφος]] αθωωτική ή καταδικαστική, σε Λυσ., Δημ.· <i>τὴν ψῆφον ἐπάγειν</i>, [[προτείνω]] [[ψηφοφορία]], λέγεται για τον προεδρεύοντα, όπως το <i>ἐπιψηφίζειν</i>, σε Θουκ. <b>β)</b> αυτό που αποφασίζεται με [[ψηφοφορία]], [[ψῆφος]] καταγνώσεως, καταδικαστική [[απόφαση]], σε Θουκ.· [[ψῆφος]] περὶ φυγῆς, [[ψήφος]] για [[εξορία]], σε Ξεν. <b>γ)</b> [[κάθε]] είδους [[απόφαση]] ή [[δόγμα]], π.χ. ενός βασιλιά ή μονάρχη, σε Σοφ.· λιθίνα [[ψᾶφος]], [[δόγμα]] γραμμένο πάνω σε [[πέτρα]], σε Πίνδ.· [[διδοῖ]] ψᾶφον παρ' αὐτᾶς, (η [[δρυς]]) δίνει ψήφο, βγάζει δικαστική [[απόφαση]] γι' αυτήν την [[ίδια]], στον ίδ.· <b>δ)</b> [[ψῆφος]] Ἀθηνᾶς, Calculus Minervae, παροιμ. [[φράση]] που χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει [[αθώωση]]· η [[ψηφοφορία]] δια ψήφου ([[ψῆφος]]) πρέπει να διακρίνεται από την [[ψηφοφορία]] δια <i>κυάμου</i>, κλήρου· ο [[πρώτος]] [[τύπος]] ψυφοφορίας χρησιμοποιούνταν στις δικαστικές δοκιμασίες (στα δικαστήρια), ενώ ο [[δεύτερος]] στην [[εκλογή]] αρχών·<br /><b class="num">4.</b> το [[μέρος]] όπου γίνεται η [[ψηφοφορία]] (όπως το <i>πεσσοί</i>, δηλώνει το [[μέρος]] όπου παιζόταν το ομώνυμο [[παιχνίδι]]), σε Ευρ.
}}
}}