3,277,286
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψῆφος:''' Δωρ. [[ψᾶφος]], ἡ ([[ψάω]])·<br /><b class="num">I.</b> μικρή [[πέτρα]], [[πετραδάκι]] λείο και στρογγυλό, όπως αυτά που βρίσκονται στις κοίτες των ποταμών ή στην [[ακτή]] της θάλασσας, [[χαλίκι]], [[βότσαλο]], Λατ. [[calculus]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πετραδάκι]] που το χρησιμοποιούσαν για την [[αρίθμηση]], [[μετρητής]], <i>ψήφοις λογίζεσθαι</i>, [[υπολογίζω]] χρησιμοποιώντας πετραδάκια, σε Ηρόδ.· [[υπολογίζω]] τέλεια ή με [[ακρίβεια]], σε Αριστοφ.· <i>ἐν ψήφῳ λέγειν</i>, σε Αισχύλ.· στον πληθ., υπολογισμοί, λογαριασμοί, <i>καθαραὶ ψῆφοι</i>, [[εκεί]] όπου υπάρχει [[ακριβής]] [[εξίσωση]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[πετραδάκι]] που το χρησιμοποιούσαν στο [[παιχνίδι]] των πεσσών, σε Πλάτ. <b>3. α)</b> [[πετραδάκι]] που το χρησιμοποιούσαν για [[ψηφοφορία]], το οποίο το έριχναν μέσα στην [[κάλπη]] ([[ὑδρία]]), σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ψῆφον φέρειν</i>, [[δίδω]] την ψήφο μου σε κάποιον, Λατ. [[suffragium]] ferre, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ψῆφοντίθεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· <i>ψήφῳ κρίνειν</i>, <i>διακρίνειν</i>, [[αποφασίζω]] με ψήφο, σε Θουκ. κ.λπ.· με περιληπτική [[σημασία]], [[ψῆφος]] γίγνεται [[περί]] τινος, γίνεται [[ψηφοφορία]] για [[κάτι]], σε Αντιφ.· <i>ἡ σώζουσα</i>, ἡ καθαιροῦσα [[ψῆφος]], [[ψήφος]] αθωωτική ή καταδικαστική, σε Λυσ., Δημ.· <i>τὴν ψῆφον ἐπάγειν</i>, [[προτείνω]] [[ψηφοφορία]], λέγεται για τον προεδρεύοντα, όπως το <i>ἐπιψηφίζειν</i>, σε Θουκ. <b>β)</b> αυτό που αποφασίζεται με [[ψηφοφορία]], [[ψῆφος]] καταγνώσεως, καταδικαστική [[απόφαση]], σε Θουκ.· [[ψῆφος]] περὶ φυγῆς, [[ψήφος]] για [[εξορία]], σε Ξεν. <b>γ)</b> [[κάθε]] είδους [[απόφαση]] ή [[δόγμα]], π.χ. ενός βασιλιά ή μονάρχη, σε Σοφ.· λιθίνα [[ψᾶφος]], [[δόγμα]] γραμμένο πάνω σε [[πέτρα]], σε Πίνδ.· [[διδοῖ]] ψᾶφον παρ' αὐτᾶς, (η [[δρυς]]) δίνει ψήφο, βγάζει δικαστική [[απόφαση]] γι' αυτήν την [[ίδια]], στον ίδ.· <b>δ)</b> [[ψῆφος]] Ἀθηνᾶς, Calculus Minervae, παροιμ. [[φράση]] που χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει [[αθώωση]]· η [[ψηφοφορία]] δια ψήφου ([[ψῆφος]]) πρέπει να διακρίνεται από την [[ψηφοφορία]] δια <i>κυάμου</i>, κλήρου· ο [[πρώτος]] [[τύπος]] ψυφοφορίας χρησιμοποιούνταν στις δικαστικές δοκιμασίες (στα δικαστήρια), ενώ ο [[δεύτερος]] στην [[εκλογή]] αρχών·<br /><b class="num">4.</b> το [[μέρος]] όπου γίνεται η [[ψηφοφορία]] (όπως το <i>πεσσοί</i>, δηλώνει το [[μέρος]] όπου παιζόταν το ομώνυμο [[παιχνίδι]]), σε Ευρ. | |lsmtext='''ψῆφος:''' Δωρ. [[ψᾶφος]], ἡ ([[ψάω]])·<br /><b class="num">I.</b> μικρή [[πέτρα]], [[πετραδάκι]] λείο και στρογγυλό, όπως αυτά που βρίσκονται στις κοίτες των ποταμών ή στην [[ακτή]] της θάλασσας, [[χαλίκι]], [[βότσαλο]], Λατ. [[calculus]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πετραδάκι]] που το χρησιμοποιούσαν για την [[αρίθμηση]], [[μετρητής]], <i>ψήφοις λογίζεσθαι</i>, [[υπολογίζω]] χρησιμοποιώντας πετραδάκια, σε Ηρόδ.· [[υπολογίζω]] τέλεια ή με [[ακρίβεια]], σε Αριστοφ.· <i>ἐν ψήφῳ λέγειν</i>, σε Αισχύλ.· στον πληθ., υπολογισμοί, λογαριασμοί, <i>καθαραὶ ψῆφοι</i>, [[εκεί]] όπου υπάρχει [[ακριβής]] [[εξίσωση]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[πετραδάκι]] που το χρησιμοποιούσαν στο [[παιχνίδι]] των πεσσών, σε Πλάτ. <b>3. α)</b> [[πετραδάκι]] που το χρησιμοποιούσαν για [[ψηφοφορία]], το οποίο το έριχναν μέσα στην [[κάλπη]] ([[ὑδρία]]), σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ψῆφον φέρειν</i>, [[δίδω]] την ψήφο μου σε κάποιον, Λατ. [[suffragium]] ferre, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ψῆφοντίθεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· <i>ψήφῳ κρίνειν</i>, <i>διακρίνειν</i>, [[αποφασίζω]] με ψήφο, σε Θουκ. κ.λπ.· με περιληπτική [[σημασία]], [[ψῆφος]] γίγνεται [[περί]] τινος, γίνεται [[ψηφοφορία]] για [[κάτι]], σε Αντιφ.· <i>ἡ σώζουσα</i>, ἡ καθαιροῦσα [[ψῆφος]], [[ψήφος]] αθωωτική ή καταδικαστική, σε Λυσ., Δημ.· <i>τὴν ψῆφον ἐπάγειν</i>, [[προτείνω]] [[ψηφοφορία]], λέγεται για τον προεδρεύοντα, όπως το <i>ἐπιψηφίζειν</i>, σε Θουκ. <b>β)</b> αυτό που αποφασίζεται με [[ψηφοφορία]], [[ψῆφος]] καταγνώσεως, καταδικαστική [[απόφαση]], σε Θουκ.· [[ψῆφος]] περὶ φυγῆς, [[ψήφος]] για [[εξορία]], σε Ξεν. <b>γ)</b> [[κάθε]] είδους [[απόφαση]] ή [[δόγμα]], π.χ. ενός βασιλιά ή μονάρχη, σε Σοφ.· λιθίνα [[ψᾶφος]], [[δόγμα]] γραμμένο πάνω σε [[πέτρα]], σε Πίνδ.· [[διδοῖ]] ψᾶφον παρ' αὐτᾶς, (η [[δρυς]]) δίνει ψήφο, βγάζει δικαστική [[απόφαση]] γι' αυτήν την [[ίδια]], στον ίδ.· <b>δ)</b> [[ψῆφος]] Ἀθηνᾶς, Calculus Minervae, παροιμ. [[φράση]] που χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει [[αθώωση]]· η [[ψηφοφορία]] δια ψήφου ([[ψῆφος]]) πρέπει να διακρίνεται από την [[ψηφοφορία]] δια <i>κυάμου</i>, κλήρου· ο [[πρώτος]] [[τύπος]] ψυφοφορίας χρησιμοποιούνταν στις δικαστικές δοκιμασίες (στα δικαστήρια), ενώ ο [[δεύτερος]] στην [[εκλογή]] αρχών·<br /><b class="num">4.</b> το [[μέρος]] όπου γίνεται η [[ψηφοφορία]] (όπως το <i>πεσσοί</i>, δηλώνει το [[μέρος]] όπου παιζόταν το ομώνυμο [[παιχνίδι]]), σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψῆφος:''' дор. [[ψᾶφος]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> круглый камешек, галька, голыш Pind., Plat., Plut.: ψήφῳ διατετραίνειν τι Her. пробить что-л. камешком;<br /><b class="num">2)</b> драгоценный камень Luc.: δακτυλικὴ ψ. Anth. камень в перстне;<br /><b class="num">3)</b> счетный камешек: ψήφοις λογίζεσθαι Her., Arph. или ψήφους τιθέναι Dem. считать с помощью камешков; ἐν ψήφῳ λέγειν Aesch. высчитывать, исчислять; ἐν ψήφου λόγῳ [[θέσθαι]] Eur. высчитать, исчислить; αἱ ψῆφοι καθαραί Dem. ровный счет;<br /><b class="num">4)</b> игральный камешек, шашка, костяшка Plat. Plut.;<br /><b class="num">5)</b> вотивный камешек (для подачи голоса - преимущ. в судебной практике): ψήφῳ ψηφίζεσθαι Her., φῆφον [[θέσθαι]] Aesch., Her., Xen., Plat., διαφέρειν Thuc., Xen., ἀναφέρειν Xen., ἐπιφέρειν или βάλλειν Plut. подавать голос; [[οἷς]] πλείστη γίγνεται ψ. Plat. получающие большинство голосов; ψ. [[ἀφανής]] Aeschin. тайное голосование; πάσαις (sc. ψήφοις) κρατεῖν Luc. получить все голоса, т. е. единогласное одобрение; ὑπὸ ψήφου μιᾶς Arph. или μιᾷ ψήφῳ Xen. единогласно; ψ. [[πλήρης]] Aeschin., Plut., σῴζουσα или καθαιροῦσα Lys., [[λευκή]] Plut. полный (непросверленный), спасающий или очищающий, белый камень, т. е. оправдательный голос; ψ. καταγνώσεως Thuc., διατετρυπημένη Aeschin., [[μέλαινα]] Plut. камень осуждения, просверленный, черный, т. е. обвинительный голос; τὸ πέμπτον [[μέρος]] τῶν [[ψήφων]] μεταλαβεῖν Plat., Dem. получить пятую часть (всех) голосов;<br /><b class="num">6)</b> суждение, мнение: κατὰ τὴν ἐμὴν ψῆφον Plat. по моему мнению;<br /><b class="num">7)</b> решение, постановление: λιθίνα [[ψᾶφος]] Pind. постановление, высеченное на камне;<br /><b class="num">8)</b> указ, повеление (τυράννων Soph.);<br /><b class="num">9)</b> голосование: τὴν ψῆφον ἐπάτειν περί τινος Thuc. или προτιθέναι [[ὑπέρ]] τινος Dem. предложить приступить к голосованию (обсуждению) чего-л.; ἐπὶ τὴν ψῆφον καλεῖν Plut. призвать к голосованию;<br /><b class="num">10)</b> право голоса (τὴν ψῆφον или ἐξουσίαν ψήφου [[διδόναι]] τινί Dem., Plut.);<br /><b class="num">11)</b> суд, судилище: [[ὁσία]] ψ., ἣν [[Ζεὺς]] [[εἵσατο]] Eur. установленное Зевсом священное судилище. | |||
}} | }} |