δυσνίκητος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσνίκητος:''' -ον (νῑκάω), [[δύσκολος]] να τον κατακτήσει [[κάποιος]], δυσκολονίκητος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσνίκητος:''' -ον (νῑκάω), [[δύσκολος]] να τον κατακτήσει [[κάποιος]], δυσκολονίκητος, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσνίκητος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> труднопобедимый ([[Πελοπίδας]] Plut.; [[ἔρως]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> непреклонный (ἡ τοῦ Ἀλεξάνδρου [[φύσις]] Plut.).
}}
}}