Anonymous

δυσνίκητος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσνίκητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα νικιέται.
|mltxt=[[δυσνίκητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα νικιέται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσνίκητος:''' -ον (νῑκάω), [[δύσκολος]] να τον κατακτήσει [[κάποιος]], δυσκολονίκητος, σε Πλούτ.
}}
}}