λογάριον: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λογάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[λόγος]], [[λογάριον]] δύστηνα, άθλια και ευτελή [[λόγια]], σε Δημ.
|lsmtext='''λογάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[λόγος]], [[λογάριον]] δύστηνα, άθλια και ευτελή [[λόγια]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''λογάριον:''' τό<b class="num">1)</b> словечко, изреченьице Plut.;<br /><b class="num">2)</b> маленькая речь Dem.
}}
}}