λογάριον
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
τό, Dim. of λόγος, Ar.Fr.810 (pl.); λογάρια δύστηνα wretched
A petty speeches, D.19.255; τὰ ἐκ στοᾶς λογάρια Theognet.1.2; λογάρια δειπνεῖν dine off mere words, Ath.6.270d.
II account, PTeb.20.8 (ii B. C.), etc.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit mot, courte sentence.
Étymologie: λόγος.
German (Pape)
τό, dim. von λόγος, com. in B.A. 107 und Ath. III.104b; vgl. Meineke Men. p. 236; im verächtlichen Sinne, Dem. 19.255.
Russian (Dvoretsky)
λογάριον: τό
1 словечко, изреченьице Plut.;
2 маленькая речь Dem.
Greek (Liddell-Scott)
λογάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ λόγος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 640· λογάρια δύστηνα μελετήσας καὶ φωνασκήσας, ἀθλίους καὶ εὐτελεῖς λόγους μελετήσας καὶ φ., Δημ. 421. 20· τῶν... ἐκ τῆς ποικίλης στοᾶς λογαρίων ἀναπεπλησμένος νοσεῖς Θεόγνητ. ἐν «Φάσματι» 1. 1.
Greek Monotonic
λογάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του λόγος, λογάριον δύστηνα, άθλια και ευτελή λόγια, σε Δημ.
Middle Liddell
λογά¯ριον, ου, τό, [Dim. of λόγος
λ. δύστηνα wretched petty speeches, Dem.