διακριδόν: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διακρῐδόν:''' επίρρ. ([[διακρίνω]]), εξαιρετικά, άριστα, πάνω απ' όλα, Λατ. eximiè, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
|lsmtext='''διακρῐδόν:''' επίρρ. ([[διακρίνω]]), εξαιρετικά, άριστα, πάνω απ' όλα, Λατ. eximiè, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διακρῐδόν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> исключительно, особенно: δ. [[ἄριστος]] Hom. безусловно наилучший, несравненно лучший; [[ἰχθῦς]] ἄριστοι δ. καὶ πλεῖστοι Her. превосходные и большие рыбные богатства;<br /><b class="num">2)</b> на пробор (δ. ἠσκημένη [[κόμη]] Luc.).
}}
}}