ἐνωραΐζομαι: Difference between revisions

2
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνωραΐζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θέλω]] να [[φαίνομαι]] [[ωραίος]], κομψεύομαι για [[χάρη]] κάποιου («γυναίοις ἐνωραΐζεται», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[καμαρώνω]] («τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραΐζεται», Γρηγ. Νύσσ.).
|mltxt=[[ἐνωραΐζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θέλω]] να [[φαίνομαι]] [[ωραίος]], κομψεύομαι για [[χάρη]] κάποιου («γυναίοις ἐνωραΐζεται», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[καμαρώνω]] («τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραΐζεται», Γρηγ. Νύσσ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνωραΐζομαι:''' стараться понравиться, кокетничать (γυναίοις Luc.).
}}
}}