ἐνωραΐζομαι
English (LSJ)
A beautify oneself for the benefit of, τοῖς γυναίοις Luc.Am. 9.
II give oneself airs in, τῷ βασιλείῳ θάκῳ Agath.2.26.
Spanish (DGE)
1 intr., ref. pers. parecer o aparecer bello, sentirse bello ante c. dat. γυναίοις Luc.Am.9
•fig. hacerse bello, adquirir prestancia, dignificarse c. dat. τότε τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραίζεται del alma, Gr.Nyss.Paup.2.122.29, cf. Hom.in Cant.396.9, οὐκ ἐξὸν τοῖς μάγοις τῷ βασιλείῳ θάκῳ ἐνωραΐζεσθαι no es posible para los magos dignificarse en el trono real Agath.2.26.4.
2 tr. decorar, adornar c. ac. τὸν ὄροφον τοῦ ἰδίου οἰκίου Gr.Nyss.Hom.in Cant.125.13.
German (Pape)
[Seite 861] Einem schön thun, zu gefallen suchen, τινί, Luc. Amor. 9; Chrysost.
Russian (Dvoretsky)
ἐνωραΐζομαι: стараться понравиться, кокетничать (γυναίοις Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνωραΐζομαι: ἀποθ., θέλω νὰ φαίνωμαι εὔμορφος εἴς τινα, κομψεύομαι, τοῖς γυναίοις ἐνωραϊζόμενον Λουκ. Ἔρωτες 9: ‒- ὑπερηφανεύομαι, «καμαρώνω», τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραΐζεται Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. 890Α.
Greek Monolingual
ἐνωραΐζομαι (Α)
1. θέλω να φαίνομαι ωραίος, κομψεύομαι για χάρη κάποιου («γυναίοις ἐνωραΐζεται», Λουκιαν.)
2. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω («τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραΐζεται», Γρηγ. Νύσσ.).