διακαθίζω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διακαθίζω:''' κάνω κάποιον να καθίσει ξεχωριστά, [[βάζω]] κατά [[μέρος]], [[ξεχωρίζω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''διακαθίζω:''' κάνω κάποιον να καθίσει ξεχωριστά, [[βάζω]] κατά [[μέρος]], [[ξεχωρίζω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διακαθίζω:''' рассаживать, размещать (τινὰς [[χωρίς]] Xen.).
}}
}}