διακαθίζω
English (LSJ)
A cause to sit apart, X.Oec.6.6.
II intr., = διακαθιζάνω (sit down apart, alvum solvere, hold aloof), LXX 2 Ki.11.1.
Spanish (DGE)
1 tr. hacer sentar aparte, hacer sentar separadamente διακαθίσας τις τοὺς γεωργοὺς καὶ τοὺς τεχνίτας X.Oec.6.6.
2 intr. asentarse, tomar posiciones un ejército ἐπὶ Ῥαββαθ LXX 2Re.11.1
•glos. a διφρεύω Hsch.
German (Pape)
[Seite 580] (s. ἵζω), abgesondert niedersetzen lassen; διακαθίσας Xen. Oec. 6, 6; Sp.
French (Bailly abrégé)
part. ao. διακαθίσας;
faire siéger à part.
Étymologie: διά, καθίζω.
Russian (Dvoretsky)
διακαθίζω: рассаживать, размещать (τινὰς χωρίς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
διακαθίζω: κάμνω τινὰ νὰ καθίσῃ ἰδιαιτέρως, Ξεν. Οἰκ. 6. 6. ΙΙ. ἀμετάβ. = τῷ προηγ., Ἑβδ. (2 Βασιλ. ια΄, 1)· οὕτω κατὰ μέσ., Ἰώσηπ. Ι. Π. 1. 15, 6.
Greek Monolingual
διακαθίζω (Α)
βάζω να καθίσουν χωριστά, ορίζω τις θέσεις τους.
Greek Monotonic
διακαθίζω: κάνω κάποιον να καθίσει ξεχωριστά, βάζω κατά μέρος, ξεχωρίζω, σε Ξεν.