3,274,916
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τοκεύς:''' -έως, ὁ ([[τίκτω]]), [[κάποιος]] που τεκνοποιεί, [[πατέρας]], σε Ησίοδ.· γενικά, [[γονέας]], σε Αισχύλ.· [[κυρίως]] στον πληθ., <i>τοκεῖς</i>, Επικ. <i>τοκῆες</i>, γονείς, σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· στον δυικ., τοκῆε [[δύω]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''τοκεύς:''' -έως, ὁ ([[τίκτω]]), [[κάποιος]] που τεκνοποιεί, [[πατέρας]], σε Ησίοδ.· γενικά, [[γονέας]], σε Αισχύλ.· [[κυρίως]] στον πληθ., <i>τοκεῖς</i>, Επικ. <i>τοκῆες</i>, γονείς, σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· στον δυικ., τοκῆε [[δύω]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τοκεύς:''' έως ὁ и ἡ [[τίκτω]] родитель(ница), отец, мать Hes., Aesch.: οἱ τοκεῖς - эп. τοκῆες, dual. τοκῆε Hom., Her., Thuc., Xen. родители. | |||
}} | }} |