τοκεύς
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
-έως, ὁ, (τίκτω) one who begets, father, mother, Hes.Th.138, 155: generally, begetter, τέκνου τ. A.Eu.659:—in Hom. and Hes. mostly in plural, τοκεῖς = parents, Od.1.170, Hes.Op.185, al. (in dual, τοκῆε δύω Od.8.312); so in Trag., A.Pers.580 (lyr.), al., E.Hec.403, al. (not in S., exc. f.l. in El.187 (lyr.)); also in Prose, Hdt.1.122,3.52, Th.2.44, Lys.2.75, X.Mem.2.1.33, etc.; of animals, Nic.Th.620, Al.563.—Hom. and Hes. commonly have the Ep. forms τοκῆες, τοκῆας, τοκήων (Il. 15.663, al., more rarely τοκέων ib.660, 21.587); τοκεῦσι 4.477, al.; gen. τοκήων also in Alc. Supp.25.12, Sapph.Supp.5.10, A.Ag.728 (lyr., dub. l.); dat. τοκέσι IG3.1311.
German (Pape)
[Seite 1125] ὁ, der Erzeuger, Vater; bei Hom. u. bei Hes. gew. im plur., τοκῆες, die Eltern, wie auch bei Tragg., ἄνευ τοκέων, Soph. El. 180; im dual. Od. 8, 312; den sing. hat zueist Hes. Th. 138. 155; Aesch. Eum. 629; seltener in Prosa, Xen. Mem. 2, 1, 33, Plut. Crass. 26; – der dat. τοκέσι steht Inscr. 948 in einem Epigramm.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ, ἡ)
celui qui engendre, le père ; ἡ τοκεύς ESCHL la mère ; pl. οἱ τοκεῖς ou duel τὼ τοκῆ les parents ; τοκῆε δύω OD m. sign.
Étymologie: τίκτω.
Russian (Dvoretsky)
τοκεύς: έως ὁ и ἡ τίκτω родитель, родительница, отец, мать Hes., Aesch.: οἱ τοκεῖς - эп. τοκῆες, dual. τοκῆε Hom., Her., Thuc., Xen. родители.
Greek (Liddell-Scott)
τοκεύς: έως, ὁ, (√ΤΕΚ, τίκτω), ὁ γεννῶν πατήρ, Ἡσ. Θ. 138, 155· καθόλου, γονεύς, ἡ... τέκνου τ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 659 ·- παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, καὶ παρ’ Ἡσ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. τοκεῖς, Ἐπικ. τοκῆες, γονεῖς· οὕτω καὶ παρὰ τοῖς Τραγικ., κλπ.· ὡσαύτως ἐν τῷ δυϊκῷ, τοκῆε δύω Ὀδ. Θ. 312· οὕτω καὶ παρὰ πεζογράφοις, οἷον Ἡρόδ. 1. 122., 3. 52, Θουκ. 2. 44, Λυσί., Ξεν., κλπ.· - ἐπὶ ζῴων, Νικ. Θηρ. 620, Ἀλεξιφ. 576. - Ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. συνήθως ἔχουσι τοὺς Ἐπικ. τύπους τοκῆες, ήων, κτλ.· γεν. τοκήων καὶ ἐν λυρικ. χωρίῳ τοῦ Αἰσχύλου ἐν Ἀγ. 728· ἐν ᾧ ἐν Ἰλ. ἔχομεν τὴν Ἀττ. γενικ. τοκέων· δοτ. τοκέσι ἔν τινι ἐπιγράμματι ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 948.
English (Autenrieth)
ῆος: pl., parents; ancestors, Od. 4.596, Od. 7.54.
English (Slater)
τοκεύς (-έων, -εῦσι(ν).) pl.
a parents ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι (P. 2.48) “ἁμετέρων ἀρχεδικᾶν τοκέων” (P. 4.110) “ἁμετέρων τοκέων” (P. 4.150) ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ (P. 4.218) ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν (P. 6.42) τί φίλτερον κεδνῶν τοκέων ἀγαθοῖς; (I. 1.5) ]τοκεῦσιν[ Θρ. 4. 17.
b ancestors χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν (G-H: τοκευσι Π.) (Pae. 2.57)
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
1. πατέρας
2. (γενικά) γονέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + κατάλ. -εύς (πρβλ. τομεύς)].
Greek Monotonic
τοκεύς: -έως, ὁ (τίκτω), κάποιος που τεκνοποιεί, πατέρας, σε Ησίοδ.· γενικά, γονέας, σε Αισχύλ.· κυρίως στον πληθ., τοκεῖς, Επικ. τοκῆες, γονείς, σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· στον δυικ., τοκῆε δύω, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
τοκεύς, έως, ὁ, τίκτω
one who begets, a father, Hes.; generally, a parent, Aesch.:—mostly, in plural τοκεῖς epic τοκῆες, parents, Hom., Hdt., Trag., etc.;—in dual, τοκῆε δύω Od.