ἐπαπειλέω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰπειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κρατώ]], [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] ως [[απειλή]] προς κάποιον, <i>τί τινι</i>, σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ. μόνο, [[απειλώ]], [[φοβερίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., [[απειλώ]] ότι θα κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ., Σοφ.· με [[απαλοιφή]] του απαρ., <i>ὡς ἐπαπείλησεν</i>, όπως απείλησε, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., απειλούμαι, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπᾰπειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κρατώ]], [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] ως [[απειλή]] προς κάποιον, <i>τί τινι</i>, σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ. μόνο, [[απειλώ]], [[φοβερίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., [[απειλώ]] ότι θα κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ., Σοφ.· με [[απαλοιφή]] του απαρ., <i>ὡς ἐπαπείλησεν</i>, όπως απείλησε, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., απειλούμαι, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰπειλέω:''' грозить, угрожать (τινι Hom., Her., Plut.; ποιεῖν τι Soph., Her.): ἐ. τινί τι Hom., Soph., Plat. угрожать кому-л. чем-л.; πρὸς σοῦ τὰ δείν᾽ ἐπηπειλημένοι Soph. потрясенные твоими страшными угрозами.
}}
}}