3,277,700
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπᾰπειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κρατώ]], [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] ως [[απειλή]] προς κάποιον, <i>τί τινι</i>, σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ. μόνο, [[απειλώ]], [[φοβερίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., [[απειλώ]] ότι θα κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ., Σοφ.· με [[απαλοιφή]] του απαρ., <i>ὡς ἐπαπείλησεν</i>, όπως απείλησε, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., απειλούμαι, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐπᾰπειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κρατώ]], [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] ως [[απειλή]] προς κάποιον, <i>τί τινι</i>, σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ. μόνο, [[απειλώ]], [[φοβερίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., [[απειλώ]] ότι θα κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ., Σοφ.· με [[απαλοιφή]] του απαρ., <i>ὡς ἐπαπείλησεν</i>, όπως απείλησε, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., απειλούμαι, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπᾰπειλέω:''' грозить, угрожать (τινι Hom., Her., Plut.; ποιεῖν τι Soph., Her.): ἐ. τινί τι Hom., Soph., Plat. угрожать кому-л. чем-л.; πρὸς σοῦ τὰ δείν᾽ ἐπηπειλημένοι Soph. потрясенные твоими страшными угрозами. | |||
}} | }} |