ἐπαπειλέω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A hold out as a threat to one, λῆγ' ἔριδος, τὴν πρῶτον ἐπηπείλησ' Ἀχιλῆϊ Il.1.319; ἀπειλάων τὰς -ησε Od.13.127, cf. Hdt.6.32; δείν' ἐ. ἔπη S.Aj.312, etc.
2 c. dat. only, threaten, ἐπαπειλήσας Ἑλένῳ Il.13.582.
3 c. fut. inf., threaten to do, Hdt.1.189, S.El. 779, Ar.Av.630: but the inf. is freq. omitted, ὥς ποτ' ἐπηπείλησεν as he threatened, Il.14.45, cf. S.Ant.752, Antim.24.
4 ἐ. εἰ μὴ.. X. An.6.2.7.
5 Pass., πρὸς σοῦ τὰ δείν'.. ἐπηπειλημένοι threatened, S.Ant.408.
German (Pape)
[Seite 904] drohen, τινί, Il. 13, 582 u. öfter. Einem Etwas androhen, ἔριν Ἀχιλῆϊ 1, 319; ἀπειλὰς Ὀδυσῆϊ Od. 13, 127; wie Her. 6, 32; ἐμοὶ τὰ δείν' ἐπηπείλησ' ἔπη Soph. Ai. 312, τὴν ζημίαν Plat. Legg. IV, 719 e; absolut, Il. 14, 45; Soph. Ant. 752; Xen. An. 6, 2, 7; auch δείν' ἐπηπείλει τελεῖν Soph. El. 779, wie Her. 1, 189.
French (Bailly abrégé)
ἐπαπειλῶ :
lancer une menace contre : τινί τι menacer qqn de qch ; πρός σου τὰ δείν' ἐπηπειλημένοι SOPH menacés par toi de châtiments terribles.
Étymologie: ἐπί, ἀπειλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰπειλέω: грозить, угрожать (τινι Hom., Her., Plut.; ποιεῖν τι Soph., Her.): ἐ. τινί τι Hom., Soph., Plat. угрожать кому-л. чем-л.; πρὸς σοῦ τὰ δείν᾽ ἐπηπειλημένοι Soph. потрясенные твоими страшными угрозами.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαπειλέω: ἐπισείω τι ὡς ἀπειλὴν πρός τινα, τινί τι: - οὐδ’ Ἀγαμέμνων λῆγ’ ἔριδος, τὴν πρῶτον ἐπηπείλησ’ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Α. 319, πρβλ. Ὀδ. Ν. 127· οὕτως Ἡρόδ. 6. 32 καὶ Σοφ. ἐν Αἴ. 312, κλ. 2) μετὰ δοτ. μόνον, ἀπειλῶ, «φοβερίζω», ἐπαπειλήσας Ἑλένῳ Ἰλ. Ν. 582. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀπειλῶ ὅτι θὰ κάμω τι, Ἡρόδ. 1. 189, Σοφ. Ἠλ. 779, Ἀριστοφ. Ὄρν. 629· ἀλλὰ τὸ ἀπαρ. συχνάκις παραλείπεται, ὥς ποτ’ ἐπηπείλησεν ἐνὶ Τρώεσσ’ ἀγορεύων Ἰλ. Ξ. 45, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 752. 4) καὶ ἐπαπειλεῖν, εἰ μὴ ποιήσαιεν ταῦτα, ὅτι προσέτι καὶ ἠπείλει, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 7. 5) Παθ., πρὸς σοῦ τὰ δείν’ ἐκεῖν’ ἐπηπειλημένοι Σοφ. Ἀντιγ. 408.
English (Autenrieth)
aor. ἐπηπείλησα: direct threats against, threaten, τινί (τι).
Greek Monotonic
ἐπᾰπειλέω: μέλ. -ήσω, κρατώ, παρουσιάζω κάτι ως απειλή προς κάποιον, τί τινι, σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ. μόνο, απειλώ, φοβερίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., απειλώ ότι θα κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Σοφ.· με απαλοιφή του απαρ., ὡς ἐπαπείλησεν, όπως απείλησε, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., απειλούμαι, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to hold out as a threat to one, τί τινι Hom., Hdt., Soph.:—c. dat. only, to threaten, Il.:—c. inf. to threaten to do, Hdt., Soph.; inf. omitted, ὡς ἐπαπείλησεν as he threatened, Il.:—Pass. to be threatened, Soph.