ἀμυστί: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμυστί:''' [ῑ], επίρρ. ([[μύω]]), [[χωρίς]] [[κλείσιμο]] του στόματος, δηλ. [[μονορούφι]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀμυστί:''' [ῑ], επίρρ. ([[μύω]]), [[χωρίς]] [[κλείσιμο]] του στόματος, δηλ. [[μονορούφι]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμυστί:''' [[μύω]] adv. не закрывая рта, т. е. залпом (πίνειν Anacr., Luc.).
}}
}}