ἀμυστί
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
[ῑ], Adv., (μύω) without closing the mouth, i.e. at one draught, ἀμυστὶ πιεῖν prob. in Hp.Int.12, cf. Pherecr.202, Anacreont. 8, Luc.Lex.8.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-ῑ]
adv. sin cerrar la boca, de un trago ἀμυστὶ πιεῖν Pherecr.202, Anacreont.9, Luc.Lex.8, D.C.72.18.2, Poll.6.25, cf. Clem.Al.Paed.2.2.31.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans fermer la bouche.
Étymologie: ἀ, μύω.
Greek Monolingual
ἀμυστί επίρρ. (Α)
δίχως αναπνοή, μονορούφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μύω «κλείνω, είμαι κλεισμένος, κυρίως όμως για πρόσωπα: κλείνω τα μάτια».
ΠΑΡ. αρχ. ἄμυστις.
German (Pape)
πίνειν, in einem Zuge trinken, ohne die Lippen zu schließen (μύω), Anacr. 8.2, 17.2; Luc. Tox. 45.
Russian (Dvoretsky)
ἀμυστί: μύω adv. не закрывая рта, т. е. залпом (πίνειν Anacr., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυστί: [ῑ], Ἐπίρρ. (μύω) = χωρὶς νὰ κλείσῃ τις τὸ στόμα, δηλ. διὰ μιᾶς, «μονορροῦφι», ἀμυστὶ πίνειν Λουκ. Λεξιφ. 8, κτλ.
Greek Monotonic
ἀμυστί: [ῑ], επίρρ. (μύω), χωρίς κλείσιμο του στόματος, δηλ. μονορούφι, σε Λουκ.