κήδειος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κήδειος:''' -ον ([[κῆδος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αγαπητός]], [[αγαπημένος]], αυτός που φροντίζεται, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσεκτικός]], αυτός που επιμελείται, μεριμνά για [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[κηδεία]] ή τάφο, [[επικήδειος]], [[επιτάφιος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''κήδειος:''' -ον ([[κῆδος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αγαπητός]], [[αγαπημένος]], αυτός που φροντίζεται, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσεκτικός]], αυτός που επιμελείται, μεριμνά για [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[κηδεία]] ή τάφο, [[επικήδειος]], [[επιτάφιος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κήδειος:''' <b class="num">1)</b> лелеемый, дорогой, любимый (κασίγνητοι, ἑταῖροι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> заботливый (τροφαὶ τέκνων Eur.);<br /><b class="num">3)</b> погребальный, похоронный, траурный (χοαί Aesch.; οἶκτοι Eur.): κ. [[θρίξ]] Aesch. волосы, срезанные в знак траура.
}}
}}