Anonymous

κήδειος: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κήδειος]], -ον (Α) [[κῆδος]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο φροντίζει [[κάποιος]], [[αγαπητός]], [[αγαπημένος]] («τρεῑς τε κασιγνήτους τους μοι μία γείνατο [[μήτηρ]], κηδείους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για [[κάτι]] («τροφαὶ κήδειοι κεδνῶν γε τέκνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει σε [[κηδεία]] ή τάφο, [[νεκρώσιμος]], [[επικήδειος]], [[επιτάφιος]] («τύμβῳ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[κήδειος]], -ον (Α) [[κῆδος]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο φροντίζει [[κάποιος]], [[αγαπητός]], [[αγαπημένος]] («τρεῑς τε κασιγνήτους τους μοι μία γείνατο [[μήτηρ]], κηδείους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για [[κάτι]] («τροφαὶ κήδειοι κεδνῶν γε τέκνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει σε [[κηδεία]] ή τάφο, [[νεκρώσιμος]], [[επικήδειος]], [[επιτάφιος]] («τύμβῳ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κήδειος:''' -ον ([[κῆδος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αγαπητός]], [[αγαπημένος]], αυτός που φροντίζεται, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσεκτικός]], αυτός που επιμελείται, μεριμνά για [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[κηδεία]] ή τάφο, [[επικήδειος]], [[επιτάφιος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}