Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζεῦξις: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζεῦξις:''' -εως, ἡ ([[ζεύγνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σύζευξη]], [[ζέψιμο]] ή [[τρόπος]] σύζευξης βοδιών, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύναψη]], [[σύνδεση]], [[ένωση]], [[ζεύξη]], όπως αυτή που γίνεται μέσω γέφυρας, στον ίδ.
|lsmtext='''ζεῦξις:''' -εως, ἡ ([[ζεύγνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σύζευξη]], [[ζέψιμο]] ή [[τρόπος]] σύζευξης βοδιών, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύναψη]], [[σύνδεση]], [[ένωση]], [[ζεύξη]], όπως αυτή που γίνεται μέσω γέφυρας, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζεῦξις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> запрягание, способ запряжки (Ἰνδοὶ ζεύξει τοιαύτῃ χρεώμενοι Her.);<br /><b class="num">2)</b> наводка моста, соединение мостом (τοῦ Βοσπόρου Her.).
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζεῦξις Medium diacritics: ζεῦξις Low diacritics: ζεύξις Capitals: ΖΕΥΞΙΣ
Transliteration A: zeûxis Transliteration B: zeuxis Transliteration C: zeyksis Beta Code: zeu=cis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ζεύγνυμι)

   A yoking or manner of yoking oxen, ζεύξι τοιαύτῃ χρεώμενοι Hdt.3.104.    II bridging, τοῦ Βοσπόρου Id.4.88; τοῦ Ἑλλησπόντου Id.7.35.

German (Pape)

[Seite 1138] ἡ, 1) die Ueberbrückung, τοῦ Ἑλλησπόντου Her. 7, 35. – 2) das Anspannen, Her. 3, 104; das Gespann, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζεῦξις: -εως, ἡ, (ζεύγνυμι) τὸ ζευγνύναι, ζεύξιμον, ζεύξει τοιαύτῃ χρεόμενοι Ἡρόδ. 3. 104. ΙΙ. σύνδεσις, τὸ συνάπτειν οἷον διὰ γεφύρας, ὁ αὐτ. 4. 88., 7. 35.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de joindre par un pont;
2 action d’atteler au joug.
Étymologie: ζεύγνυμι.

Greek Monotonic

ζεῦξις: -εως, ἡ (ζεύγνυμι),
I. σύζευξη, ζέψιμο ή τρόπος σύζευξης βοδιών, σε Ηρόδ.
II. σύναψη, σύνδεση, ένωση, ζεύξη, όπως αυτή που γίνεται μέσω γέφυρας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ζεῦξις: εως ἡ1) запрягание, способ запряжки (Ἰνδοὶ ζεύξει τοιαύτῃ χρεώμενοι Her.);
2) наводка моста, соединение мостом (τοῦ Βοσπόρου Her.).