Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζεῦξις

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζεῦξις Medium diacritics: ζεῦξις Low diacritics: ζεύξις Capitals: ΖΕΥΞΙΣ
Transliteration A: zeûxis Transliteration B: zeuxis Transliteration C: zeyksis Beta Code: zeu=cis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ζεύγνυμι)
A yoking or manner of yoking oxen, ζεύξι τοιαύτῃ χρεώμενοι Hdt.3.104.
II bridging, τοῦ Βοσπόρου Id.4.88; τοῦ Ἑλλησπόντου Id.7.35.

German (Pape)

[Seite 1138] ἡ, 1) die Überbrückung, τοῦ Ἑλλησπόντου Her. 7, 35. – 2) das Anspannen, Her. 3, 104; das Gespann, Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de joindre par un pont;
2 action d'atteler au joug.
Étymologie: ζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζεῦξις -εως, ἡ [ζεύγνυμι] het inspannen (van dieren). het verbinden, verbinding (door middel van een brug) de overbrugging.

Russian (Dvoretsky)

ζεῦξις: εως ἡ
1 запрягание, способ запряжки (Ἰνδοὶ ζεύξει τοιαύτῃ χρεώμενοι Her.);
2 наводка моста, соединение мостом (τοῦ Βοσπόρου Her.).

Greek Monotonic

ζεῦξις: -εως, ἡ (ζεύγνυμι),
I. σύζευξη, ζέψιμο ή τρόπος σύζευξης βοδιών, σε Ηρόδ.
II. σύναψη, σύνδεση, ένωση, ζεύξη, όπως αυτή που γίνεται μέσω γέφυρας, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

ζεῦξις: -εως, ἡ, (ζεύγνυμι) τὸ ζευγνύναι, ζεύξιμον, ζεύξει τοιαύτῃ χρεόμενοι Ἡρόδ. 3. 104. ΙΙ. σύνδεσις, τὸ συνάπτειν οἷον διὰ γεφύρας, ὁ αὐτ. 4. 88., 7. 35.

Middle Liddell

ζεῦξις, εως ζεύγνυμι
I. a yoking or manner of yoking oxen, Hdt.
II. a joining, as by a bridge, Hdt.