πόριμος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πόρῐμος:''' -ον ([[πόρος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ικανός]] να προμηθεύσει, [[γεμάτος]] από πόρους, [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αριστοφ.· με αιτ., ἄπορα [[πόριμος]], αυτός που κάνει τα αδύνατα [[δυνατά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., [[κατορθωτός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διαθέτει πολλές ευκολίες, σε Θουκ.
|lsmtext='''πόρῐμος:''' -ον ([[πόρος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ικανός]] να προμηθεύσει, [[γεμάτος]] από πόρους, [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αριστοφ.· με αιτ., ἄπορα [[πόριμος]], αυτός που κάνει τα αδύνατα [[δυνατά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., [[κατορθωτός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διαθέτει πολλές ευκολίες, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''πόρῐμος:''' <b class="num">1)</b> умеющий найти выход, находчивый (ὁ [[Ἔρως]] Plat.; [[τόλμη]] Arph.): π. [[αὑτῷ]], τῇ πόλει δ᾽ [[ἀμήχανος]] Arph. изобретательный для себя, но беспомощный в общественных делах; ἄπορα π. Aesch. пытающийся достичь невозможного;<br /><b class="num">2)</b> дающий выход, приносящий избавление, спасительный ([[ἔργον]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> обладающий средствами или возможностями (ποριμώτερος ἐς πάντα Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> возможный (Ἔρωτι πάντα πόριμα Luc.).
}}
}}