Anonymous

πόριμος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, θηλ. και -ίμη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δυνατότητα]] να βρίσκει [[μέσα]], [[επινοητικός]] («[[ῥήτωρ]] [[πόριμος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[μέσα]] ασφαλείας, [[σωτήριος]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῡ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (για [[τροφή]]) εύπεπτη<br /><b>5.</b> αυτός που έχει άφθονους πόρους, [[εύπορος]]<br /><b>6.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαβεί [[κάποιος]]<br /><b>7.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δυνατός]], [[κατορθωτός]] («ἔρωτι δὴ [[πάντα]] πόριμα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πόριμον</i><br />το ωφέλιμο, το επωφελές<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἄπορα [[πόριμος]]» — αυτός που κάνει τα αδύνατα [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρήσ</i>-<i>ιμος</i>)].
|mltxt=-ον, θηλ. και -ίμη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δυνατότητα]] να βρίσκει [[μέσα]], [[επινοητικός]] («[[ῥήτωρ]] [[πόριμος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[μέσα]] ασφαλείας, [[σωτήριος]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῡ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (για [[τροφή]]) εύπεπτη<br /><b>5.</b> αυτός που έχει άφθονους πόρους, [[εύπορος]]<br /><b>6.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαβεί [[κάποιος]]<br /><b>7.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δυνατός]], [[κατορθωτός]] («ἔρωτι δὴ [[πάντα]] πόριμα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πόριμον</i><br />το ωφέλιμο, το επωφελές<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἄπορα [[πόριμος]]» — αυτός που κάνει τα αδύνατα [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρήσ</i>-<i>ιμος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πόρῐμος:''' -ον ([[πόρος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ικανός]] να προμηθεύσει, [[γεμάτος]] από πόρους, [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αριστοφ.· με αιτ., ἄπορα [[πόριμος]], αυτός που κάνει τα αδύνατα [[δυνατά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., [[κατορθωτός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διαθέτει πολλές ευκολίες, σε Θουκ.
}}
}}