3,271,361
edits
(20) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κεραμευτικός]], -ή, -όν) [[κεραμευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην [[τέχνη]] του<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κεραμευτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του κεραμέα, η κεραμική<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κεραμευτικά</i><br />πήλινα είδη, κεραμικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεραμευτικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο σχετικό με την κεραμευτική. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κεραμευτικός]], -ή, -όν) [[κεραμευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην [[τέχνη]] του<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κεραμευτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του κεραμέα, η κεραμική<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κεραμευτικά</i><br />πήλινα είδη, κεραμικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεραμευτικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο σχετικό με την κεραμευτική. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεραμευτικός:''' гончарный ([[τροχός]] Diod., Sext.; [[τέχνη]] Diod.). | |||
}} | }} |