Anonymous

κεραμευτικός: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεραμευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κεραμέα, κερ. [[ῥύμη]], = Κεραμεικός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· ὁ κ. τροχὸς Διόδ. 4. 76· [[ἀκολασία]] Λουκ. Ἔρωτ. 11, κτλ.· ― ἡ κεραμευτικὴ [[τέχνη]], ἡ τοῦ κεραμέως [[τέχνη]], Διόδ. 19. 1 καὶ 2· [[ἄνευ]] τοῦ [[τέχνη]], [[Πολυδ]]. 7. 161. Ἐπίρρ. -κῶς, Ὠριγέν. τ. 3. σ. 241Β.
|lstext='''κεραμευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κεραμέα, κερ. [[ῥύμη]], = Κεραμεικός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· ὁ κ. τροχὸς Διόδ. 4. 76· [[ἀκολασία]] Λουκ. Ἔρωτ. 11, κτλ.· ― ἡ κεραμευτικὴ [[τέχνη]], ἡ τοῦ κεραμέως [[τέχνη]], Διόδ. 19. 1 καὶ 2· [[ἄνευ]] τοῦ [[τέχνη]], [[Πολυδ]]. 7. 161. Ἐπίρρ. -κῶς, Ὠριγέν. τ. 3. σ. 241Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κεραμευτικός]], -ή, -όν) [[κεραμευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην [[τέχνη]] του<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κεραμευτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του κεραμέα, η κεραμική<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κεραμευτικά</i><br />πήλινα είδη, κεραμικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεραμευτικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο σχετικό με την κεραμευτική.
}}
}}