Φειδιππίδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(6_19)
 
(4b)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Φειδιππίδης''': -ου, ὁ, κωμικὸν πατρωνυμικ. ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. ― Ὑποκορ. Φειδιππίδιον, τό, [[αὐτόθι]] 81.
|lstext='''Φειδιππίδης''': -ου, ὁ, κωμικὸν πατρωνυμικ. ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. ― Ὑποκορ. Φειδιππίδιον, τό, [[αὐτόθι]] 81.
}}
{{elru
|elrutext='''Φειδιππίδης:''' ου ὁ Фидиппид (действующее лицо в комедии «Νεφέλαι») Arph.
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Φειδιππίδης: -ου, ὁ, κωμικὸν πατρωνυμικ. ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. ― Ὑποκορ. Φειδιππίδιον, τό, αὐτόθι 81.

Russian (Dvoretsky)

Φειδιππίδης: ου ὁ Фидиппид (действующее лицо в комедии «Νεφέλαι») Arph.