ἀμβλίσκω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμβλίσκω:''' και [[ἀμβλόω]], μέλ. <i>ἀμβλώσω</i>, αόρ. αʹ [[ἤμβλωσα]], παρακ. [[ἤμβλωκα]]· ([[ἀμβλύς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[προκαλώ]] [[άμβλωση]], [[αποβολή]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[γυναίκα]], [[αποβάλλω]] κατά την [[κύηση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀμβλίσκω:''' και [[ἀμβλόω]], μέλ. <i>ἀμβλώσω</i>, αόρ. αʹ [[ἤμβλωσα]], παρακ. [[ἤμβλωκα]]· ([[ἀμβλύς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[προκαλώ]] [[άμβλωση]], [[αποβολή]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[γυναίκα]], [[αποβάλλω]] κατά την [[κύηση]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμβλίσκω:''' производить выкидыш, вытравлять плод Plat., Plut.
}}
}}