Anonymous

ἀμβλίσκω: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμβλίσκω]] και [[ἀμβλισκάνω]] και [[ἀμβλύσκω]] και ἀμβλῶ, -όω (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[γεννώ]] πρόωρα και [[αποβάλλω]] ατελές [[έμβρυο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] εκούσια το [[έμβρυο]], το [[σκοτώνω]], [[προκαλώ]] [[έκτρωση]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[αποτυγχάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ετυμολογικά [[συγγενής]] πιθ. με τη λ. [[μύλη]] «[[εξάμβλωμα]]» ή με τη λ. [[μύλη]] «[[μυλόπετρα]]» ([[οπότε]] θα πρόκειται για μεταφορική [[χρήση]]) [[καθώς]] και με τη λ. [[ἀμβλύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἄμβλωμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἄμβλωσις]].
|mltxt=[[ἀμβλίσκω]] και [[ἀμβλισκάνω]] και [[ἀμβλύσκω]] και ἀμβλῶ, -όω (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[γεννώ]] πρόωρα και [[αποβάλλω]] ατελές [[έμβρυο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] εκούσια το [[έμβρυο]], το [[σκοτώνω]], [[προκαλώ]] [[έκτρωση]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[αποτυγχάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ετυμολογικά [[συγγενής]] πιθ. με τη λ. [[μύλη]] «[[εξάμβλωμα]]» ή με τη λ. [[μύλη]] «[[μυλόπετρα]]» ([[οπότε]] θα πρόκειται για μεταφορική [[χρήση]]) [[καθώς]] και με τη λ. [[ἀμβλύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἄμβλωμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἄμβλωσις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμβλίσκω:''' και [[ἀμβλόω]], μέλ. <i>ἀμβλώσω</i>, αόρ. αʹ [[ἤμβλωσα]], παρακ. [[ἤμβλωκα]]· ([[ἀμβλύς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[προκαλώ]] [[άμβλωση]], [[αποβολή]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[γυναίκα]], [[αποβάλλω]] κατά την [[κύηση]], σε Πλούτ.
}}
}}