παραχρῆμα: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραχρῆμα:''' επίρρ. αντί παρὰ τὸ [[χρῆμα]], [[αμέσως]], [[πάραυτα]], [[παρευθύς]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με [[άρθρο]], τὸ [[παραχρῆμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐκ</i> ή <i>ἀπὸ τοῦ παράχρημα</i>, [[αυτοσχέδιος]], [[πρόχειρος]], [[άμεσος]], σε Ξεν.· ἐν τῷ [[παραχρῆμα]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐς τὸ [[παραχρῆμα]] ἀκούειν, σε Θουκ.
|lsmtext='''παραχρῆμα:''' επίρρ. αντί παρὰ τὸ [[χρῆμα]], [[αμέσως]], [[πάραυτα]], [[παρευθύς]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με [[άρθρο]], τὸ [[παραχρῆμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐκ</i> ή <i>ἀπὸ τοῦ παράχρημα</i>, [[αυτοσχέδιος]], [[πρόχειρος]], [[άμεσος]], σε Ξεν.· ἐν τῷ [[παραχρῆμα]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐς τὸ [[παραχρῆμα]] ἀκούειν, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραχρῆμα:''' adv. [из παρὰ τὸ [[χρῆμα]] сейчас же, тотчас же, теперь (же) ([[πάλαι]] τε καὶ π. Thuc.): τὸ и τὰ π. Her. etc. настоящее, теперешние обстоятельства; ὁ π. настоящий (непосредственный, минутный) ([[ἀνάγκη]] Thuc.; ἡδύ Plat.); ἐκ τοῦ π. Plat., Xen. без подготовки; ἐν τῷ π. Plat. в данный момент.
}}
}}