δυσίατος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσίᾱτος:''' [ῑ], -ον, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται, [[ανίατος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''δυσίᾱτος:''' [ῑ], -ον, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται, [[ανίατος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσίᾱτος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> трудно излечимый, неисцелимый ([[νόσημα]] Plat.; τὰ στρογγύλα τῶν ἑλκῶν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> трудно утолимый ([[ὀργή]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> трудно поправимый ([[κακόν]] Aesch.; ἀδικήματα Plat.).
}}
}}