δυσίατος
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
Ion. δυσίητος [ι], ον, hard to heal, κληΐς Hp.Art.14 (Comp.), cf. Cass.Pr.1 (Comp.); κακὸν δ. an ill that none can cure, A.Ag.1103 (lyr.); ὀργή E.Med. 520; νόσημα Pl.Lg.916a, cf. Ph.1.40, al.; of persons, implacable, Them.Or.15.192c. Adv. δυσιάτως, μόριον πεπονθὸς δ. Gal.18(2).273.
Spanish (DGE)
(δυσίᾱτος) -ον
• Alolema(s): jón. -ίητος Hp.Art.14, Oss.12
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1medic. difícil de curar κληΐς Hp.Art.14, (φλέψ) Hp.Oss.12, μασχάλαι Hp.Prorrh.2.11, μανίαι Gorg.B 11.17, νόσημα Pl.Lg.916a, τὰ στρογγύλα τῶν ἑλκῶν Arist.Fr.238, cf. Gal.10.169, Cass.Pr.1, νόσος D.S.3.33, D.H.4.69, αἱ ἐπὶ τῷ σώματι διαθέσεις Gal.9.525, τραύματα D.C.36.5.2, πληγαί Philostr.Gym.10
•de pers. y anim., Hp.Ep.1, Str.15.1.43
•neutr. subst. τὰ δυσίατα = las enfermedades de difícil curación Heras en Gal.13.767.
2 fig. difícil de remediar o curar κακόν A.A.1103, Arist.Pr.950b22, Ph.2.304, ὀργή E.Med.520, cf. Pl.Lg.934a, χαλεπὰ καὶ δυσίατα ἢ ... ἀνίατα ἀδικήματα Pl.Lg.731b, cf. 854a, Arist.MM 1203b30, μῆνις Philostr.Her.70.16, τὰ τῆς ψυχῆς πάθη καὶ νοσήματα Ph.2.43, μῶμος Ph.1.558, φιλαυτία ... πάθος δυσίατον Ph.2.58
•de pers. οἱ δυσίατοι καὶ ἀνίατοι ... διὰ κολάσεως Arist.EE 1230b8, cf. MM 1204a1, δυσκάθαρτοι καὶ δυσίατοι de los nuevos ricos, Ph.2.274
•incorregible, implacable δ. ἄρα ἦσθα καὶ ἀπαραίτητος Them.Or.15.192c.
II adv. δυσιάτως = en forma difícil de curar τι μόριον πεπονθὸς δ. Gal.18(2).273, cf. 12.340.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zu heilen, unheilbar; κακόν Aesch. Ag. 1103; ὀργή Eur. Med. 520; νόσημα Plat. Legg. XI, 916 a; θυμοί 934 a; ἀδικήματα V, 731 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à guérir.
Étymologie: δυσ-, ἰάομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσίᾱτος: (ῑ)
1 трудно излечимый, неисцелимый (νόσημα Plat.; τὰ στρογγύλα τῶν ἑλκῶν Arst.);
2 трудно утолимый (ὀργή Eur.);
3 трудно поправимый (κακόν Aesch.; ἀδικήματα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσίᾱτος: [ῑ], -ον, δυσθεράπευτος, κληῒς Ἱππ. Ἄρθρ. 790· κακὸν δ., ἀνίατον κακόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1103· ὀργὴ Εὐρ. Μηδ. 520· νόσημα Πλάτ. Νόμ. 916Α κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ον (Α δυσίατος και δυσίητος, -ον)
αυτός που γιατρεύεται δύσκολα.
Greek Monotonic
δυσίᾱτος: [ῑ], -ον, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται, ανίατος, σε Αισχύλ., Ευρ.