κραγόν: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(5) |
(3) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρᾰγόν:''' ουδ. μτχ. αορ. βʹ του [[κράζω]]. | |lsmtext='''κρᾰγόν:''' ουδ. μτχ. αορ. βʹ του [[κράζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρᾰγόν:''' adv. криком, во все горло (κράζειν Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰγόν: Ἀριστοφ. Ἱππ. 487, ἴδε ἐν λέξ. κράζω.
Greek Monolingual
κραγόν (AM, Α και κράγον)
επίρρ. με κραυγή, με ξεφωνητό («διαθαλεῑ ἡμᾱς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. του κραγός, που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο αντικείμενο (πρβλ. βάδον, βαδίζει)].
Greek Monotonic
κρᾰγόν: ουδ. μτχ. αορ. βʹ του κράζω.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰγόν: adv. криком, во все горло (κράζειν Arph.).