ἀνέβωσα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(3)
 
(1)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέβωσα:''' Ιων. αντί <i>ἀνεβόησα</i>, αόρ. αʹ του [[ἀναβοάω]].
|lsmtext='''ἀνέβωσα:''' Ιων. αντί <i>ἀνεβόησα</i>, αόρ. αʹ του [[ἀναβοάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέβωσα:''' ион. aor. к [[ἀναβοάω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:56, 31 December 2018

Greek Monotonic

ἀνέβωσα: Ιων. αντί ἀνεβόησα, αόρ. αʹ του ἀναβοάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέβωσα: ион. aor. к ἀναβοάω.