δευτερουργός: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δευτερουργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> όποιος έχει δευτερεύουσα [[θέση]] σε κάποιο [[έργο]], ο δευτερεύων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δευτερουργός]]<br />αυτός που επισκευάζει ή μεταποιεί ενδύματα.
|mltxt=[[δευτερουργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> όποιος έχει δευτερεύουσα [[θέση]] σε κάποιο [[έργο]], ο δευτερεύων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δευτερουργός]]<br />αυτός που επισκευάζει ή μεταποιεί ενδύματα.
}}
{{elru
|elrutext='''δευτερουργός:''' вторичный, второстепенный, вспомогательный (κινήσεις Plat.).
}}
}}