δευτερουργός

From LSJ

Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag

Menander, Monostichoi, 251
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δευτερουργός Medium diacritics: δευτερουργός Low diacritics: δευτερουργός Capitals: ΔΕΥΤΕΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: deuterourgós Transliteration B: deuterourgos Transliteration C: defterourgos Beta Code: deuterourgo/s

English (LSJ)

δευτερουργόν,
A working in the second place, secondary, opp.πρωτουργός, κινήσεις Pl.Lg.897a, cf. Iamb.Myst.3.1: but,
II Subst. δευτερουργός, ὁ, one who vamps up old clothes, Poll.7.77.

Spanish (DGE)

-όν
1 secundario πρωτουργοὶ κινήσεις τὰς δευτερουργοὺς ... κινήσεις σωμάτων ἄγουσι los movimientos primarios (del alma) dirigen los movimientos secundarios corporales Pl.Lg.897a, τῇ δευτερουργῷ καὶ ἐξημμένῃ ταύτης ζωῇ op. τῇ νοερᾷ καὶ καθαρτικῇ ζωῇ Olymp.in Phd.2.8, ὑπουργίαι de la mántica, Iambl.Myst.3.1, δευτερουργοὶ τέχναι artes manuales Poll.7.6.
2 subst. ὁ δ. sastre remendón de ropa vieja, Poll.7.77.

German (Pape)

[Seite 553] 1) den zweiten Platz einnehmend, κινήσεις σωμάτων Plat. Legg. X, 897 a; dah. = untergeordnet, τέχνη, = βαναυσική, Poll. 7, 6. – 2) der Kleider wieder aufkratzt u. reinigt, Poll. 7, 77.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δευτερουργός -όν [δεύτερος, ἔργον] secundair.

Russian (Dvoretsky)

δευτερουργός: вторичный, второстепенный, вспомогательный (κινήσεις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

δευτερουργός: -όν, (*ἔργω), κατὰ δεύτερον λόγον ἐργαζόμενος, δευτερεύων ἐργάτης, ἀντίθ. τῷ πρωτουργός, Πλάτ. Νόμ. 897Α· δ. τέχναι Πολυδ. Ζ΄, 6· - ἀλλά, ΙΙ. χλαῖνα δευτερουργής, αὐτ. Ζ΄, 77, φαίνεται σημαῖνον δευτέραν φορὰν εἰργασμένη, μεταχειρισμένη· καὶ δευτερουργός, ὁ, ὁ ἀνακαινίζων τοιαῦτα ἐνδύματα· πρβλ. ἐπίγναφος.

Greek Monolingual

δευτερουργός, -όν (Α)
1. όποιος έχει δευτερεύουσα θέση σε κάποιο έργο, ο δευτερεύων
2. το αρσ. ως ουσ. ο δευτερουργός
αυτός που επισκευάζει ή μεταποιεί ενδύματα.