ἀρκυστάσιον: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(6)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρκυστάσιον]], το (Α)<br />το [[μέρος]] στο οποίο στήνουν τα κυνηγετικά δίχτυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρκυς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στασιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]]].
|mltxt=[[ἀρκυστάσιον]], το (Α)<br />το [[μέρος]] στο οποίο στήνουν τα κυνηγετικά δίχτυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρκυς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στασιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρκυστάσιον:''' τό Xen. = [[ἀρκυστασία]].
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 354] τό, dasselbe, Xen. Cyn. 6, 6.

Spanish (DGE)

-ου, τό
red de caza ἐὰν ᾖ πλησίον τὸ ἀ. τῶν ζητησίμων si queda cerca la red del terreno de búsqueda X.Cyn.6.6.

Greek Monolingual

ἀρκυστάσιον, το (Α)
το μέρος στο οποίο στήνουν τα κυνηγετικά δίχτυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + -στασιον < ίστημι].

Russian (Dvoretsky)

ἀρκυστάσιον: τό Xen. = ἀρκυστασία.