Anonymous

ἀμφιστέλλομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιστέλλομαι:''' Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, με αιτ., σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀμφιστέλλομαι:''' Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, με αιτ., σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιστέλλομαι:''' окутываться: χιτῶνα ἀμφιστειλαμένα Theocr. одетая в хитон.
}}
}}