Anonymous

ἀμφιστέλλομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιστέλλομαι]] (Α)<br />περιβάλλομαι, ντύνομαι, στολίζομαι με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στέλλω]].
|mltxt=[[ἀμφιστέλλομαι]] (Α)<br />περιβάλλομαι, ντύνομαι, στολίζομαι με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στέλλω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιστέλλομαι:''' Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, με αιτ., σε Θεόκρ.
}}
}}