ἐπικαταρρήγνυμαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικαταρρήγνῠμαι:''' Παθ., [[πέφτω]] ορμητικά, [[κατέρχομαι]] με [[ορμή]] [[κάτω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπικαταρρήγνῠμαι:''' Παθ., [[πέφτω]] ορμητικά, [[κατέρχομαι]] με [[ορμή]] [[κάτω]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικαταρρήγνῠμαι:''' (вслед за чем-л.) обрушиваться (ливнем), низвергаться (ταῖς μάχαις ὑετοὺς ἐ. λέγουσιν Plut.).
}}
}}