ἐπικαταρρήγνυμαι
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
French (Bailly abrégé)
éclater et tomber sur.
Étymologie: ἐπί, καταρρήγνυμαι.
Greek Monotonic
ἐπικαταρρήγνῠμαι: Παθ., πέφτω ορμητικά, κατέρχομαι με ορμή κάτω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαταρρήγνῠμαι: (вслед за чем-л.) обрушиваться (ливнем), низвергаться (ταῖς μάχαις ὑετοὺς ἐ. λέγουσιν Plut.).