διαφρουρέω: Difference between revisions

1b
(6_22)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφρουρέω''': φυλάττω ὡς φρουρὸς τὴν θέσιν μου [[μέχρι]] τέλους, μεταφ., διαπεφρούρηται [[βίος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 263.
|lstext='''διαφρουρέω''': φυλάττω ὡς φρουρὸς τὴν θέσιν μου [[μέχρι]] τέλους, μεταφ., διαπεφρούρηται [[βίος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 263.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφρουρέω:''' нести стражу до конца: διαπεφρούρηται [[βίος]] Aesch. жизненная вахта окончена.
}}
}}