διαφρουρέω

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφρουρέω Medium diacritics: διαφρουρέω Low diacritics: διαφρουρέω Capitals: ΔΙΑΦΡΟΥΡΕΩ
Transliteration A: diaphrouréō Transliteration B: diaphroureō Transliteration C: diafroureo Beta Code: diafroure/w

English (LSJ)

to keep one's post: metaph., διαπεφρούρηται βίος A.Fr. 265.

German (Pape)

[Seite 612] einen Wachtposten bis ans Ende behaupten, übertr., διαπεφρούρηται βίος, Aesch. frg. 248.

Greek (Liddell-Scott)

διαφρουρέω: φυλάττω ὡς φρουρὸς τὴν θέσιν μου μέχρι τέλους, μεταφ., διαπεφρούρηται βίος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 263.

Russian (Dvoretsky)

διαφρουρέω: нести стражу до конца: διαπεφρούρηται βίος Aesch. жизненная вахта окончена.