τερψίχορος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τερψίχορος:''' -ον, επίσης. -α, -ον, αυτός που ευφραίνεται με τον χορό, σε Ανθ.
|lsmtext='''τερψίχορος:''' -ον, επίσης. -α, -ον, αυτός που ευφραίνεται με τον χορό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τερψίχορος:''' радующийся пляске, любящий танцы ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}