τιθαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(41)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[τρέφω]] κάποιον ως [[τροφός]], [[θηλάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιθήνη]] «[[τροφός]]». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. <i>ἐτιθήνατο</i>].
|mltxt=Α<br />[[τρέφω]] κάποιον ως [[τροφός]], [[θηλάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιθήνη]] «[[τροφός]]». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. <i>ἐτιθήνατο</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''τιθαίνομαι:''' вскармливать (Ἣραν ἐτιθήνατο [[Τηθύς]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 08:56, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

τῐθαίνομαι: ἴδε τιθηνέω.

Greek Monolingual

Α
τρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο].

Russian (Dvoretsky)

τιθαίνομαι: вскармливать (Ἣραν ἐτιθήνατο Τηθύς Luc.).