συγκατολισθαίνω: Difference between revisions
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
(6_9) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκατολισθαίνω''': ἢ -άνω, ὀλισθαίνω [[ὁμοῦ]], Διόδ. 1. 30. | |lstext='''συγκατολισθαίνω''': ἢ -άνω, ὀλισθαίνω [[ὁμοῦ]], Διόδ. 1. 30. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκατολισθαίνω:''' или [[συγκατολισθάνω]] соскальзывать, оползать: συγκατολισθαινούσης τῆς ἄμμου Diod. так как песок осыпается. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:04, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 967] (s. ὀλισθαίνω), mit oder zugleich herabgleiten, -fallen, D. Sic. 1, 30.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατολισθαίνω: ἢ -άνω, ὀλισθαίνω ὁμοῦ, Διόδ. 1. 30.
Russian (Dvoretsky)
συγκατολισθαίνω: или συγκατολισθάνω соскальзывать, оползать: συγκατολισθαινούσης τῆς ἄμμου Diod. так как песок осыпается.